top of page

Χρυσανθόπουλος, Μιχάλης-"Η "Προσωπική Μυθολογία" του Ανδρέα Εμπειρίκου και η ψυχαναλυτική θεωρία στη λογοτεχνία"

Η "Προσωπική Μυθολογία" του Ανδρέα Εμπειρίκου και η ψυχαναλυτική θεωρία στη λογοτεχνία

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος

 

 

Κάθε θεσμός είναι υποχρεωμένος να ασχοληθεί με τη γενεαλογία του· ουσιαστικά να την κατασκευάσει. Αν δεν το πράξει με επάρκεια δεν θα έχει την εικόνα που φαντάζεται και που τον εξυπηρετεί, η οποία βέβαια μεταβάλλεται ανάλογα με τη χρονική συγκυρία. Η ελληνική ψυχαναλυτική σκηνή στις διάφορες θεσμικές και μη εκφάνσεις της (εταιρείες, περιοδικά, σεμινάρια κτλ.) στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και κυρίως στο τελευταίο τέταρτο (Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, 1977, Ελληνικό Ψυχαναλυτικό Study Group, 1984, το οποίο μετατρέπεται σε εταιρεία-μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης το 2001, περιοδικό  Εκ των Υστέρων, 1997, ψυχαναλυτικές σειρές σε εκδοτικούς οίκους κ.ο.κ.) διαπραγματεύεται συστηματικά τη γενεαλογία της. Νομίζω ότι από τη Γαλλία κυρίως έρχεται η ψυχανάλυση στην ελληνική σκηνή: λόγω των αναλυτικών σχέσεων με τη Γαλλία πολλών από τη δεύτερη (γεν. μετά το 1925 περίπου), αλλά και την τρίτη (γεν. μετά το 1950), γενιά των ψυχαναλυτών στην Ελλάδα, οι οποίοι ασκούν σήμερα την ψυχανάλυση· λόγω της μεγάλης επίδρασης του έργου και της ψυχαναλυτικής πρακτικής του Λακάν, τόσο εντός όσο και εκτός της ψυχαναλυτικής κοινότητας· αλλά, κυρίως, για λόγους τόσο ιστορικούς όσο και ουσιαστικούς, λόγω του Ανδρέα Εμπειρίκου, του πρώτου που ασκεί την ψυχανάλυση στην Ελλάδα, του ψυχαναλυτή των τριών πρώτων Ελλήνων ψυχαναλυτών (του Γεωργίου Ζαβιτσιάνου, του Δημητρίου Κουρέτα και της Φρόσως Καραπάνου). Επιπλέον, ο Εμπειρίκος συνδυάζει την αναλυτική εμπειρία με την λογοτεχνική, μέσω του κινήματος του υπερρεαλισμού, το οποίο αποτέλεσε βασική συνισταμένη για την εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην ίδια τη Γαλλία (Le surréalisme au service de la psychanalise τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της Roudinesco για την Ιστορία της ψυχανάλυσης στη Γαλλία, παίζοντας με τον τίτλο του σημαντικότερου ίσως υπερρεαλιστικου περιοδικου, του Le surréalisme au service de la Révolution).[1] Tέλος, συγκυριακό αλλά πολύ αποτελεσματικό, ο Εμπειρίκος είχε και μια προσωπική σχέση με τη Μαρία Βοναπάρτη, κεντρικό πρόσωπο της  Ψυχαναλυτικής Εταιρείας των Παρισίων, αλλά και της διεθνούς ψυχαναλυτικής σκηνής, με πολιτική αποτελεσματικότητα στα ψυχαναλυτικά πράγματα μέχρι το 1950 περίπου αντίστοιχη του Ernest Jones (δεν αναφέρομαι στη σημερινή αξία του έργου της, άλλωστε και από του άγγλους μας ενδιαφέρει περισσότερο η Ella Sharpe από τον Jones).

 

Πώς, λοιπόν, διαπραγματεύεται η ελληνική ψυχαναλυτική σκηνή την πραγματικότητα του ιδρυτή της, του founding father, κατά την αγγλική έκφραση; Με την ίδια αμφιθυμία, αλλά για διαφορετικούς λόγους, που η γαλλική χειρίστηκε δύο δικά της ιδρυτικά μέλη, τον αναλυτή του Εμπειρίκου René Laforgue και την αναλύτριά του Laforgue Εugenie Sokolnicka: αναγνωρίζει τη γοητεία, αλλά υιοθετεί την απόσταση· δεν απαρνείται το όνομα, αλλά δεν αναλύει το έργο. [Και στο συγκεκριμένο συνέδριο ο ρόλος της παρουσίασης και της ανάλυσης του έργου του Εμπειρίκου ανατίθεται σε κάποιον εκτός, σε κάποιον που διδάσκει λογοτεχνία].

Όταν ο πρώτος ψυχαναλυτής και το βασικό μέλος της πρώτης ομάδας ψυχαναλυτών όχι μόνο δεν είναι γιατρός, αλλά λογοτέχνης, ο οποίος δεν έχει ολοκληρώσει τις πανεπιστημιακές σπουδές του, αυτό αποτελεί σαφώς έλλειμα για μια ψυχανάλυση που διεκδικεί θεσμική και κοινωνική αποδοχή.[2] Πέραν τούτου ο Ανδρέας Εμπειρίκος αυτοχαρακτηρίζεται υπερρεαλιστής, πράγμα που δημιουργεί προβλήματα και στο πλαίσιο της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής, αφού ο υπερρεαλισμός δέχεται τα αρνητικά σχόλια τόσο της συντηρητικής όσο και της αριστερής κριτικής, αλλά και στην ψυχαναλυτική, στην οποία είναι δεδομένη η όχι και τόσο θετική ανταπόκριση του Freud

στον υπερρεαλισμό. Αυτό φαίνεται και από την αλληλογραφία του τελευταίου με τον Αντρέ Μπρετόν, προς τον οποίο γράφει ότι "παρά τις τόσες μαρτυρίες για το ενδιαφέρον που εσείς και οι φίλοι σας εκφράζετε για τις ερευνές μου δεν μου είναι σαφές σε τι στοχεύει ο υπερρεαλισμός. Πιθανόν να μην είμαι σε θέση να τον κατανοήσω, εγώ, που είμαι τόσο μακρυά από την τέχνη" (Vases, 176). Ας προστεθεί ότι ο Εμπειρίκος είχε την προσωπική του ανάλυση στο Παρίσι με τον René Laforgue για τρία χρόνια ανάμεσα στα 1926 και 1931 και ότι ο Laforgue αποτελεί μια πολύ δύσκολη περίπτωση για την Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων.[3] Τέλος, ο Εμπειρίκος διακόπτει αυτοβούλως το 1951 την δεκαπενταετή άσκηση της ψυχανάλυσης για λόγους που δεν έχουν ανακοινωθεί.[4] Για όλους αυτούς τους λόγους γίνεται αντιληπτό ότι είναι δύσκολη η επεξεργασία μιας γενεαλογίας της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα με αυτή την αφετηρία.

 

Υπάρχουν, όμως, τα κείμενα. Αυτά μένουν και σε αυτά θα σταθώ. Γνωρίζετε φυσικά, ως ψυχαναλυτές και θεραπευτές, τα ψυχαναλυτικά κείμενα του Εμπειρίκου: Πρόκειται για μία ολοκληρωμένη μελέτη δημοσιευμένη στα γαλλικά το 1950 (τχ. 3) στην Revue Francaise de Psychanalyse, με τίτλο "Un cas de névrose obsessionelle avec éjaculations précoses". Το ίδιο τεύχος περιέχει τις μελέτες του Κουρέτα και του Ζαβιτσιάνου, πράγμα που το καθιστά καταστατική στιγμή της ελληνικής ψυχανάλυσης. Υπάρχουν, επίσης και ορισμένες ημιτελείς. Τα κείμενα αυτά κυκλοφορούν από το 2001 στα ελληνικά στις εκδόσεις Άγρα σε επιμέλεια του Γιώργου Κούρια, συνοδευόμενα από ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον επίμετρο, στο οποίο αναλύεται διεξοδικά η ολοκληρωμένη μελέτη του. Τα ψυχαναλυτικά κείμενα του Εμπειρίκου αποτελούν τον ένα πόλο του ψυχαναλυτικού του λόγου· ο άλλος είναι τα λογοτεχνικά του κείμενα. Κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο τόμος που δημοσιεύτηκε το 1960 και περιλαμβάνει κείμενα από το 1936 έως το 1946, περίοδο κατα την οποία ασκούσε συστηματικά την ψυχαναλυτική πρακτική του: φέρει τον τίτλο Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία και θεματοποιεί το ζήτημα της διανοητικής του γενεαλογίας. Στο βιβλίο αυτό, με ένα μεταφορικό λόγο εξαιρετικής ακρίβειας, ο Εμπειρίκος αναπτύσσει μια σειρά από καίρια ζητήματα της ψυχαναλυτικής θεωρίας και πρακτικής Στα κυριότερα συγκαταλέγονται ―και σε αυτά θα σταθώ σήμερα― οι θέσεις του για την αχρονικότητα του ονειρικού λόγου και του ασυνείδητου και για την υλική υπόσταση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος.

Σύμφωνα με τον Paul Ricoeur, η Ερμηνεία των Ονείρων του Freud

προτείνει μια σχέση αναλογίας ανάμεσα στα όνειρα, τα οποία αποτελούν την προσωπική μυθολογία αυτού που ονειρεύεται, και τους μύθους, οι οποίοι αποτελούν τα όνειρα που έχουν κατά την εγρήγορση οι άνθρωποι. Στο βιβλίο του De l’ interpretation: Essai sur Freud αναφέρει ότι η ψυχανάλυση εξετάζει τα πολιτισμικά φαινόμενα ως ανάλογα των επιθυμιών που εκπληρώνονται στα όνειρα και υποστηρίζει ότι προτείνει το πρότυπο της "εκπλήρωσης των επιθυμιών" (Wunscherfüllung) ως μια αποτελεσματική, αν και αποσπασματική, αναλογία για την ερμηνεία του πολιτισμού.[5] Τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία θεματοποιούν ήδη με τον τίτλο τους τη σχέση του προσωπικού με το συλλογικό και το μυθολογικό, ένω το πρώτο κείμενο που περιλαμβάνουν "Αντί Προλόγου" συνιστά μια πραγματεία περί ονείρων.

 

Το "Αμούρ-Αμούρ" (1939) θεματοποιεί το όνειρο ως τον κατ’ αναλογίαν τρόπο διάρθρωσης του υπερρεαλιστικού λογοτεχνικού κειμένου.[6] Πρόκειται για ένα ιδιαίτερης θεωρητικής και μεθοδολογικής σημασίας κείμενο, το οποίο πραγματεύεται ακριβώς τα ζητήματα που θέτει ο André Breton στα Les Vases Communicants, δηλαδή το χρόνο, το χώρο και την αρχή της αιτιότητας στο όνειρο. Σύμφωνα με τον Εμπειρίκο:

 

"Τα γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως, άλλωστε, και πολλά άλλα γεγονότα διαφόρων άλλων εποχών της ζωής μου […], τα βλέπω ως εικόνες εναργείς, αλλά όχι ακίνητες, ούτε τελείως απομονωμένες, όπως θα ήσαν, αίφνης, μέσα σε ένα λεύκωμα, τα αντίτυπα μιας σειράς φωτογραφιών χρονολογικά ταξινομημένων. Οι εικόνες αυτές κινούνται, επικοινωνούν αναμεταξύ των και συναγελάζονται. Έχουν ένα modus vivendi και ένα status quo δικό των. Καμια δεν περιορίζεται απολύτως, μέσα σε πλαίσια αυστηρώς καθορισμένα. Οι σχέσεις των δεν προσδιορίζονται από ένα συνειδητό μηχανισμό. Έχουν μια αυτονομία, της οποίας η διάρθωσις δεν ρυθμίζεται από μία επιβολή θεληματική, μα από μιαν αυτόματη και ασυνείδητη προωθητική ενέργεια, που ξεφεύγει από τον έλεγχο της συνειδητής πλευράς της προσωπικότητος, όπως συμβαίνει κατά τας προ της πλήρους εγρηγόρσεως στιγμάς της αφυπνίσεως, κατά τας στιγμάς της μέθης ή του ύπνου, ή, ακόμα καλύτερα, όπως συμβαίνει εις τα όνειρα".[7]

Έλλειψη χρονολογικής ταξινόμησης, μη περιορισμένος χώρος, αυτονομία των εικόνων, ενώ το σημείο αναφοράς ορίζεται ως το όνειρο, το οποίο αποτελεί τη σύνδεση τόσο με τον Breton όσο και με τον Φρόυντ· αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της θεωρητικής θέσης του Εμπειρίκου, όπως διατυπώνεται στο "Αμούρ-Αμούρ". Επιπλέον, το κείμενο αυτό προσπαθεί να καταστεί το ίδιο αυτές οι θεωρητικές αρχές: κατά συνέπεια, ενώ ξεκινάει ως αυτοβιογραφία ενός ποιητή που αναζητεί τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα δια της αναλογίας της εικόνας του καταρράκτη, μετατρέπεται σε εγκώμιο για τον "Ανδρέα Μπρετόν και τους άλλους υπερρεαλιστάς" και "τον Σίγκμουντ Φρόϋντ και τους ψυχοαναλυτάς", ώστε με μια διπλή μεταφορά "και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι η τραμουντάνα"[8] να εξελιχθεί σε απολογισμό της πορείας του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αλλά και σε ένα προσωπικό οδοιπορικό της παιδικής ηλικίας του Εμπειρίκου στη Ρωσία, με συνεχείς αναδρομές και προδρομές, που συνδέουν τον καταρράκτη με την επιθυμία για συγγραφή, τον Αμούρ, τον ποταμό, με τον Αμούρ, τον έρωτα.

Στη συνέχεια ο Εμπειρίκος εξειδικεύει την άποψή του για τη σχέση ανάμεσα στο υπερρεαλιστικό κείμενο και το όνειρο και ουσιαστικά υιοθετεί αυτούσια την αναλογία που έχει προτείνει ο Φρόυντ:

 

"Μία εικών μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με μίαν άλλην, μπορεί να αποτυπώνεται, ή να επικάθηται επάνω σε μια προηγουμένη, ή επομένη, χωρίς να την εξαλείφη, ή, μπορεί να δέχεται επάνω στην επιφάνειά της, μια νέα εικόνα, χωρίς να εξαφανίζεται η ίδια, όπως συμβαίνει και στις επιτυπώσεις των φωτογραφιών ή των κινηματογραφικών ταινιών".[9]

Τονίζει, λοιπόν, ότι οι εικόνες μπορεί να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό που να αποτελεί ένα θέμα, αλλά μπορεί να παρεισφρύσει κάποιος άλλος ειρμός. Έτσι προκύπτει "ένα αμάλγαμα δύο ή περισσοτέρων εικόνων που να αποτελή μια νέα σύνθεσι", όπως για παράδειγμα να εισβάλει ο Οθέλλος στη σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρα, πράγμα που δεν συμβαίνει συχνά στην τέχνη που ελέγχεται από τη λογική, "συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα, και στις φαντασιώσεις μας".[10] Το όνειρο καθίσταται κατά συνέπεια το πρότυπο της λογοτεχνικής γραφής του, μια και επιτρέπει την σύζευξη και την ταυτόχρονη ανάγνωση πολλαπλών νοημάτων.

 

Η θεωρία του Freud

για το έκδηλο και το λανθάνον περιεχόμενο του ονείρου και τη μεταξύ τους σχέση εισάγει μια έννοια που άμεσα σχετίζεται με τη θεώρηση του Εμπειρίκου: τον επικαθορισμό (Überdeterminierung), σύμφωνα με τον οποίο ένα όνειρο μπορεί να εκφράζει πολλές διαφορετικές επιθυμίες ή για κάθε στοιχείο του έκδηλου να υπάρχουν περισσότερα του ενός στοιχεία του λανθάνοντος περιεχομένου. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, η πολύ χαρακτηριστική και συναφής προς την επιχειρηματολογία του Εμπειρίκου αναλογία, την οποία προτείνει ο Φρόυντ, σύμφωνα με την οποία η εργασία του ονείρου (Traumarbeit) συντελείται με μια τεχνική που θυμίζει τις επιτυπώσεις φωτογραφιών. Γράφει χαρακτηριστικά:

 

"Το υλικό που προέρχεται από τις ιδέες του ονείρου και συμπτύσσεται για τη διαμόρφωση της σκηνής του ονείρου πρέπει φυσικά να είναι εξαρχής κατάλληλο γι’ αυτή τη χρήση. Απαιτείται ένα ―ή περισσότερα ― κοινά σημεία τα οποία να υπάρχουν σε όλα τα συστατικά του. Η εργασία του ονείρου ακολουθεί τότε μια διαδικασία όπως εκείνη του Francis Galton κατά την κατασκευή των οικογενειακών φωτογραφιών του. Επιτυπώνει, τρόπον τινά, τα διάφορα συστατικά, έτσι ώστε να αλληλοεπικαλύπτονται. Κατά συνέπεια τα κοινά σημεία εμφανίζονται πιο ζωηρά στη συνολική εικόνα, ενώ όσα έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους αλληλοεξαλείφονται σχεδόν πλήρως. Αυτή η διαδικασία παραγωγής εξηγεί επίσης εν μέρει τα αμφιταλαντευόμενα και συγκεχυμένα χαρακτηριστικά τόσων στοιχείων του ονειρικού περιεχομένου".[11]

Στη συνέχεια αναφέρει ότι αν, κατά την ανάλυση του έκδηλου ονείρου και τη διαδικασία κατασκευής του λανθάνοντος περιεχομένου του, προκύπτει κάποια αβεβαιότητα, τότε δεν πρέπει να επιλέγεται η διάζευξη (είτε …είτε) για την επίλυσή της, αλλά η σύζευξη (και): με τον τρόπο αυτό διατηρούνται και οι δύο εικόνες ως αφετηρία μιας ξεχωριστής σειράς συνειρμών, ακριβώς επειδή λειτουργεί ο επικαθορισμός. Η αναφορά στην τέχνη της φωτογραφίας και τις επιτυπώσεις επιτρέπει την προσέγγιση της λογοτεχνικής κατασκευής, όπως προτείνεται στη συγκεκριμένη στιγμή του ελληνικού υπερρεαλισμού, δια μέσου της ονειρικής κατασκευής, όπως αναπτύσσεται από την ψυχαναλυτική θεωρία. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αποτελεσματική σύζευξη του Εμπειρίκου.

Ας αφήσουμε τον χώρο του ονείρου για να περάσουμε στις συγκρούσεις του Οιδιποδείου. Στο κείμενο "Οιδίπους Ρεξ" (αφιερωμένο στη Μαρία Βοναπάρτου), το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, ο Εμπειρίκος διηγείται το μέρος εκείνο του μύθου του Οιδίποδα, το οποίο πραγματεύονται οι τραγωδίες Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή και Φοίνισσαι του Ευριπίδη, με δύο σημαντικές αλλαγές: η πρώτη αφορά την οργάνωση του αφηγήματος, αφού ένα κατασκευασμένο πρόσωπο, ο κυνηγός Χαβρίας (υπάρχει ιστορικό πρόσωπο με αυτό το όνομα, αλλά πρόκειται για Αθηναίο στρατηγό της δεύτερης αθηναϊκής συμμαχίας), αφηγείται τα γεγονότα· η δεύτερη αφορά την οπτική γωνία από την οποία γίνεταιη αφήγηση, αλλά και την φανταστική κατάληξή της, με την εμπλοκή τόσο των Ερινύων όσο και του Χαβρία στη δράση.

 

Συνοπτικά, η υπόθεση. Ο κυνηγός Χαβρίας, "γέννημα-θρέμμα του Πανός και των Αμαδρυάδων" (145), "απλούς κυνηγός των δασών της Βοιωτίας, αλλά καλός τοξότης" (151) θέλει να αποκαταστήσει την αλήθεια σχετικά με τις τελευταίες στιγμές του βασιλιά των Θηβών. Πληροφορεί, λοιπόν, τους αναγνώστες ότι αυτός και όχι η Αντιγόνη τον οδήγησε στον Κολωνό, στο ναό των Ευμενίδων. Μετά από μια μακρά συζήτηση καθ’ οδόν, κατά την οποία ο Χαβρίας προσπαθεί ανεπιτυχώς να πείσει τον Οιδίποδα ότι δεν είναι μεμπτό το ότι "συνήλθε ερωτικώς μετά της μητρός του Ιοκάστης" (147), αφού και οι θεοί κάνουν το ίδιο και αυτός, ένας απλούς κυνηγός των δασών, το επιθυμεί και θα το έκανε ευχαρίστως,  τον αφήνει στον ναό, επειδή η Αντιγόνη του δήλωσε χαρακτηριστικά ότι είχε εξευμενίσει τις Ευμενίδες. Όταν επιστρέφει θα βρεθεί μάρτυς μιας στυγνής πράξης: "Με φρικαλέους μορφασμούς και αποκόσμους αναφωνήσεις, η Αληκτώ και η Μέγαιρα εκράτουν τον δυστυχή μάρτυρα καθηλωμένον, ενώ η Τισιφόνη, απέκοπτε δια των οδόντων της, βρυχωμένη ως ύαινα, τα γεννητικά όργανα του ανδρός" (151).  Τότε ο Χαβρίας σκότωσε με τα βέλη του τις Ερινύες, οι οποίες, όπως αναφέρει ο μύθος, είχαν  γεννηθεί από τις σταγόνες του αίματος που κατά τον ευνουχισμό του Ουρανού πότισαν τη γη.

 

Η ερμηνεία του μύθου του Οιδίποδα από τον Εμπειρίκο αποσκοπεί:

1)      Στην επανενεργοποίησή του στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκης μυθολογίας (αυτό φαίνεται και από τον τίτλο του κειμένου, "Οιδίπους Ρεξ"), διότι αφενός χρησιμοποιεί το μύθο του ευνουχισμού του Ουρανού και τον προσαρμόζει στον Οιδίποδα και αφετέρου αποδίδει στις Ερινύες συγκεκριμένες σωματικές πράξεις που ταιριάζουν περισσότερο στις ρωμαϊκές Furiae.

2)      Στη σύνδεση της συγκεκριμένης πράξης του Οιδίποδα, "να συνέλθει ερωτικώς μετά της μητρός του Ιοκάστης"  με τις πράξεις των θεών και μέσω αυτής της σύνδεσης στην θεματοποίηση του καθολικού χαρακτήρα της επιθυμίας για τη μητέρα.

3)      Στην έμφαση στην υλική υπόσταση του Οιδιπόδειου μυθου και συμπλέγματος και στην τοποθέτηση του Εμπειρίκου σαφώς στη μεριά του Freud

και όχι στη μεριά του Γιούνγκ. Στην Ιστορία του Ψυχαναλυτικού Κινήματος ο Freud

υπογραμμίζει τη διαφωνία του με τον Γιουνγκ για την υποβάθμιση από τον τελευταίο της σημασίας του σεξουαλικού στοιχείου και την έμφαση στη συμβολική διάσταση που δίνει, ιδίως στο Οιδιπόδειο (S.E. XIV, 62). Ο Εμπειρίκος στο κείμενό του αυτό υπογραμμίζει το απτό της σεξουαλικότητας και την υλική της υπόσταση.

4)      Στην κατασκευή μιας ουτοπίας, στην οποία  βασιλεύει ο Xαβρίας, το "γέννημα-θρέμμα του Πανός και των Αμαδρυάδων", ο απλός και υγιής άνθωπος των δασών. Tο ενδιαφέρον στην κατασκευή αυτού του χαρακτήρα ειναι ότι θεματοποιεί την μετα-οιδιπόδεια άρση της αιμομεικτικής απαγόρευσης, μια και ξέρει τον μύθο, ξέρει τις θέσεις των ιστορικών και των ποιητών (152) και ευαγγελίζεται μια ουτοπία που βασίζεται στην υπερβαση του κοινωνικού συστήματος. H βαθειά του γνώση αποκαλύπτεται με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τον τρόπο της ειρωνείας: όταν εξηγεί στον Oιδίποδα ότι "θα έλθει ημέρα, που η αιμομιξία θα θεωρείται εξ ίσου φυσική με τους άλλους έρωτας, και τότε, μη φοβούμενος κανείς τον πατέρα του, δεν θα έχη ανάγκη να τον σκοτώνη" (148) στρέφεται προς τον αναγνώστη και: "Eις το σημείον τούτο ήθελα να προσθέσω:"Μόνον οι εθελοτυφλούντες δεν το εννοούν". Σκεφθείς όμως ότι τούτο θα ήτο δυνατόν να εκληφθή ως ειρωνεία από τον τυφλόν βασιλέα, απεσιώπησα αυτήν την σκέψιν" (148).

Kαταλήγοντας, τι συμβαίνειμε τον μύθο του Οιδίποδα; Το κείμενο του Εμπειρίκου καλεί σε αναστοχασμό εντός της θεωρητικής κατασκευής της ψυχανάλυσης. Τον δέχεται, αλλά αναστοχάζεται.

 

Οπωσδήποτε,  η πλευρά αυτή στην κατασκευή του πρώτου Έλληνα ψυχαναλυτή αναστατώνει όσους μετέχουν σε ένα συνέδριο για την ιστορία της ψυχανάλυσης και περιμένουν την καθησυχαστική εικόνα ενός πατριάρχη στην κορυφή του γενεαλογικού δένδρου. Η κατασκευή μιας γενεαλογίας περιλαμβάνει δυσκολες αναστοχαστικές στιγμές, όπως αυτή κατά την οποία "η αιμομιξία θα θεωρείται εξ ίσου φυσική με τους άλλους έρωτας, και τότε, μη φοβούμενος κανείς τον πατέρα του, δεν θα έχη ανάγκη να τον σκοτώνη".  Η εμπειρίκεια ουτοπία εμπεριέχει το τέλος του Οιδιποδείου συμπλέγματος ως καταστατικής αρχής της ψυχαναλυτικής θεωρίας και άρα το τέλος αυτής της θεωρίας: θεματοποιεί τον θάνατο της ψυχανάλυσης και τον θρίαμβο της λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής προτείνει μέσα στην ψυχανάλυση την ουτοπία τού μετά την ψυχανάλυση.

 

[1] Βλ. Roudinesco, History, 3-34.

[2] Και ο "πρώτος τη τάξει Έλληνας ψυχαναλυτής", με την έννοια ότι ήταν "διδάσκων" ψυχαναλυτής, και αναλυόμενοί του υπήρξαν ο Κουρέτας, ο Ζαβιτσιάνος, η Καραπάνου., Θ. Τζαβάρας, Ο Α.Ε. και η Ψυχανάλυση, ΙΙ, Χάρτης17/18, 566-577. Βλ. και επίμετρο στο Α. Εμπειρίκος, Ψυχαναλυτικά κείμενα. Βλ. και Λένα Ατζινά, Η μακρά εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα.

[3] Βλ. Roudinesco, History, για μια συνολική αποτίμηση, dissidence, 4,5, κατηγορίες (πρόεδρος SPP Leuba), δίκη,156-163

[4] Βλ. και Τζαβάρα, ό.π.

[5] Paul Ricœur, De l’ interpretation: Essai sur Freud, Παρίσι, Seuil, 1965, 159. Αφετηρία του βιβλίου είναι οι διαλέξεις "Terry" που έδωσε ο Ricœur το 1961 στο πανεπιστήμιο του Yale. Στα αγγλικά, Freud and Philosophy: an Essay on Interpretation (μτφρ. Denis Savage), New Haven, Yale University Press, 1970, 155.

[6] Η πρώτη έκδοση, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1936-1946), Αθήνα, Δίφρος, 1960. Παραπέμπω στην τρίτη έκδοση, Αθήνα, Άγρα, 1980. Βλ. και Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Ανδρέας Εμπειρίκος:ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Αθήνα, Κέδρος, 1983, 15-42.

[7] Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, 20· η πλαγιογράφηση δική μου.

[8] Ό.π., 12-13.

[9] Ό.π., 20-21.

[10] Ό.π., 21-22.

[11] S.E. V, 649-650 · Το όνειρο, 31, τροποποιημένη μετάφραση.

 

    

 


Η "Προσωπική Μυθολογία" του Ανδρέα Εμπειρίκου και η ψυχαναλυτική θεωρία στη λογοτεχνία


Μιχάλης Χρυσανθόπουλος


 


 


Κάθε θεσμός είναι υποχρεωμένος να ασχοληθεί με τη γενεαλογία του· ουσιαστικά να την κατασκευάσει. Αν δεν το πράξει με επάρκεια δεν θα έχει την εικόνα που φαντάζεται και που τον εξυπηρετεί, η οποία βέβαια μεταβάλλεται ανάλογα με τη χρονική συγκυρία. Η ελληνική ψυχαναλυτική σκηνή στις διάφορες θεσμικές και μη εκφάνσεις της (εταιρείες, περιοδικά, σεμινάρια κτλ.) στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και κυρίως στο τελευταίο τέταρτο (Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, 1977, Ελληνικό Ψυχαναλυτικό Study Group, 1984, το οποίο μετατρέπεται σε εταιρεία-μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης το 2001, περιοδικό  Εκ των Υστέρων, 1997, ψυχαναλυτικές σειρές σε εκδοτικούς οίκους κ.ο.κ.) διαπραγματεύεται συστηματικά τη γενεαλογία της. Νομίζω ότι από τη Γαλλία κυρίως έρχεται η ψυχανάλυση στην ελληνική σκηνή: λόγω των αναλυτικών σχέσεων με τη Γαλλία πολλών από τη δεύτερη (γεν. μετά το 1925 περίπου), αλλά και την τρίτη (γεν. μετά το 1950), γενιά των ψυχαναλυτών στην Ελλάδα, οι οποίοι ασκούν σήμερα την ψυχανάλυση· λόγω της μεγάλης επίδρασης του έργου και της ψυχαναλυτικής πρακτικής του Λακάν, τόσο εντός όσο και εκτός της ψυχαναλυτικής κοινότητας· αλλά, κυρίως, για λόγους τόσο ιστορικούς όσο και ουσιαστικούς, λόγω του Ανδρέα Εμπειρίκου, του πρώτου που ασκεί την ψυχανάλυση στην Ελλάδα, του ψυχαναλυτή των τριών πρώτων Ελλήνων ψυχαναλυτών (του Γεωργίου Ζαβιτσιάνου, του Δημητρίου Κουρέτα και της Φρόσως Καραπάνου). Επιπλέον, ο Εμπειρίκος συνδυάζει την αναλυτική εμπειρία με την λογοτεχνική, μέσω του κινήματος του υπερρεαλισμού, το οποίο αποτέλεσε βασική συνισταμένη για την εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην ίδια τη Γαλλία (Le surréalisme au service de la psychanalise τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της Roudinesco για την Ιστορία της ψυχανάλυσης στη Γαλλία, παίζοντας με τον τίτλο του σημαντικότερου ίσως υπερρεαλιστικου περιοδικου, του Le surréalisme au service de la Révolution).[1] Tέλος, συγκυριακό αλλά πολύ αποτελεσματικό, ο Εμπειρίκος είχε και μια προσωπική σχέση με τη Μαρία Βοναπάρτη, κεντρικό πρόσωπο της  Ψυχαναλυτικής Εταιρείας των Παρισίων, αλλά και της διεθνούς ψυχαναλυτικής σκηνής, με πολιτική αποτελεσματικότητα στα ψυχαναλυτικά πράγματα μέχρι το 1950 περίπου αντίστοιχη του Ernest Jones (δεν αναφέρομαι στη σημερινή αξία του έργου της, άλλωστε και από του άγγλους μας ενδιαφέρει περισσότερο η Ella Sharpe από τον Jones).


 


Πώς, λοιπόν, διαπραγματεύεται η ελληνική ψυχαναλυτική σκηνή την πραγματικότητα του ιδρυτή της, του founding father, κατά την αγγλική έκφραση; Με την ίδια αμφιθυμία, αλλά για διαφορετικούς λόγους, που η γαλλική χειρίστηκε δύο δικά της ιδρυτικά μέλη, τον αναλυτή του Εμπειρίκου René Laforgue και την αναλύτριά του Laforgue Εugenie Sokolnicka: αναγνωρίζει τη γοητεία, αλλά υιοθετεί την απόσταση· δεν απαρνείται το όνομα, αλλά δεν αναλύει το έργο. [Και στο συγκεκριμένο συνέδριο ο ρόλος της παρουσίασης και της ανάλυσης του έργου του Εμπειρίκου ανατίθεται σε κάποιον εκτός, σε κάποιον που διδάσκει λογοτεχνία].


Όταν ο πρώτος ψυχαναλυτής και το βασικό μέλος της πρώτης ομάδας ψυχαναλυτών όχι μόνο δεν είναι γιατρός, αλλά λογοτέχνης, ο οποίος δεν έχει ολοκληρώσει τις πανεπιστημιακές σπουδές του, αυτό αποτελεί σαφώς έλλειμα για μια ψυχανάλυση που διεκδικεί θεσμική και κοινωνική αποδοχή.[2] Πέραν τούτου ο Ανδρέας Εμπειρίκος αυτοχαρακτηρίζεται υπερρεαλιστής, πράγμα που δημιουργεί προβλήματα και στο πλαίσιο της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής, αφού ο υπερρεαλισμός δέχεται τα αρνητικά σχόλια τόσο της συντηρητικής όσο και της αριστερής κριτικής, αλλά και στην ψυχαναλυτική, στην οποία είναι δεδομένη η όχι και τόσο θετική ανταπόκριση του Freud


στον υπερρεαλισμό. Αυτό φαίνεται και από την αλληλογραφία του τελευταίου με τον Αντρέ Μπρετόν, προς τον οποίο γράφει ότι "παρά τις τόσες μαρτυρίες για το ενδιαφέρον που εσείς και οι φίλοι σας εκφράζετε για τις ερευνές μου δεν μου είναι σαφές σε τι στοχεύει ο υπερρεαλισμός. Πιθανόν να μην είμαι σε θέση να τον κατανοήσω, εγώ, που είμαι τόσο μακρυά από την τέχνη" (Vases, 176). Ας προστεθεί ότι ο Εμπειρίκος είχε την προσωπική του ανάλυση στο Παρίσι με τον René Laforgue για τρία χρόνια ανάμεσα στα 1926 και 1931 και ότι ο Laforgue αποτελεί μια πολύ δύσκολη περίπτωση για την Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων.[3] Τέλος, ο Εμπειρίκος διακόπτει αυτοβούλως το 1951 την δεκαπενταετή άσκηση της ψυχανάλυσης για λόγους που δεν έχουν ανακοινωθεί.[4] Για όλους αυτούς τους λόγους γίνεται αντιληπτό ότι είναι δύσκολη η επεξεργασία μιας γενεαλογίας της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα με αυτή την αφετηρία.


 


Υπάρχουν, όμως, τα κείμενα. Αυτά μένουν και σε αυτά θα σταθώ. Γνωρίζετε φυσικά, ως ψυχαναλυτές και θεραπευτές, τα ψυχαναλυτικά κείμενα του Εμπειρίκου: Πρόκειται για μία ολοκληρωμένη μελέτη δημοσιευμένη στα γαλλικά το 1950 (τχ. 3) στην Revue Francaise de Psychanalyse, με τίτλο "Un cas de névrose obsessionelle avec éjaculations précoses". Το ίδιο τεύχος περιέχει τις μελέτες του Κουρέτα και του Ζαβιτσιάνου, πράγμα που το καθιστά καταστατική στιγμή της ελληνικής ψυχανάλυσης. Υπάρχουν, επίσης και ορισμένες ημιτελείς. Τα κείμενα αυτά κυκλοφορούν από το 2001 στα ελληνικά στις εκδόσεις Άγρα σε επιμέλεια του Γιώργου Κούρια, συνοδευόμενα από ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον επίμετρο, στο οποίο αναλύεται διεξοδικά η ολοκληρωμένη μελέτη του. Τα ψυχαναλυτικά κείμενα του Εμπειρίκου αποτελούν τον ένα πόλο του ψυχαναλυτικού του λόγου· ο άλλος είναι τα λογοτεχνικά του κείμενα. Κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο τόμος που δημοσιεύτηκε το 1960 και περιλαμβάνει κείμενα από το 1936 έως το 1946, περίοδο κατα την οποία ασκούσε συστηματικά την ψυχαναλυτική πρακτική του: φέρει τον τίτλο Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία και θεματοποιεί το ζήτημα της διανοητικής του γενεαλογίας. Στο βιβλίο αυτό, με ένα μεταφορικό λόγο εξαιρετικής ακρίβειας, ο Εμπειρίκος αναπτύσσει μια σειρά από καίρια ζητήματα της ψυχαναλυτικής θεωρίας και πρακτικής Στα κυριότερα συγκαταλέγονται ―και σε αυτά θα σταθώ σήμερα― οι θέσεις του για την αχρονικότητα του ονειρικού λόγου και του ασυνείδητου και για την υλική υπόσταση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος.


Σύμφωνα με τον Paul Ricoeur, η Ερμηνεία των Ονείρων του Freud


προτείνει μια σχέση αναλογίας ανάμεσα στα όνειρα, τα οποία αποτελούν την προσωπική μυθολογία αυτού που ονειρεύεται, και τους μύθους, οι οποίοι αποτελούν τα όνειρα που έχουν κατά την εγρήγορση οι άνθρωποι. Στο βιβλίο του De l’ interpretation: Essai sur Freud αναφέρει ότι η ψυχανάλυση εξετάζει τα πολιτισμικά φαινόμενα ως ανάλογα των επιθυμιών που εκπληρώνονται στα όνειρα και υποστηρίζει ότι προτείνει το πρότυπο της "εκπλήρωσης των επιθυμιών" (Wunscherfüllung) ως μια αποτελεσματική, αν και αποσπασματική, αναλογία για την ερμηνεία του πολιτισμού.[5] Τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία θεματοποιούν ήδη με τον τίτλο τους τη σχέση του προσωπικού με το συλλογικό και το μυθολογικό, ένω το πρώτο κείμενο που περιλαμβάνουν "Αντί Προλόγου" συνιστά μια πραγματεία περί ονείρων.


 


Το "Αμούρ-Αμούρ" (1939) θεματοποιεί το όνειρο ως τον κατ’ αναλογίαν τρόπο διάρθρωσης του υπερρεαλιστικού λογοτεχνικού κειμένου.[6] Πρόκειται για ένα ιδιαίτερης θεωρητικής και μεθοδολογικής σημασίας κείμενο, το οποίο πραγματεύεται ακριβώς τα ζητήματα που θέτει ο André Breton στα Les Vases Communicants, δηλαδή το χρόνο, το χώρο και την αρχή της αιτιότητας στο όνειρο. Σύμφωνα με τον Εμπειρίκο:


 


"Τα γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως, άλλωστε, και πολλά άλλα γεγονότα διαφόρων άλλων εποχών της ζωής μου […], τα βλέπω ως εικόνες εναργείς, αλλά όχι ακίνητες, ούτε τελείως απομονωμένες, όπως θα ήσαν, αίφνης, μέσα σε ένα λεύκωμα, τα αντίτυπα μιας σειράς φωτογραφιών χρονολογικά ταξινομημένων. Οι εικόνες αυτές κινούνται, επικοινωνούν αναμεταξύ των και συναγελάζονται. Έχουν ένα modus vivendi και ένα status quo δικό των. Καμια δεν περιορίζεται απολύτως, μέσα σε πλαίσια αυστηρώς καθορισμένα. Οι σχέσεις των δεν προσδιορίζονται από ένα συνειδητό μηχανισμό. Έχουν μια αυτονομία, της οποίας η διάρθωσις δεν ρυθμίζεται από μία επιβολή θεληματική, μα από μιαν αυτόματη και ασυνείδητη προωθητική ενέργεια, που ξεφεύγει από τον έλεγχο της συνειδητής πλευράς της προσωπικότητος, όπως συμβαίνει κατά τας προ της πλήρους εγρηγόρσεως στιγμάς της αφυπνίσεως, κατά τας στιγμάς της μέθης ή του ύπνου, ή, ακόμα καλύτερα, όπως συμβαίνει εις τα όνειρα".[7]


Έλλειψη χρονολογικής ταξινόμησης, μη περιορισμένος χώρος, αυτονομία των εικόνων, ενώ το σημείο αναφοράς ορίζεται ως το όνειρο, το οποίο αποτελεί τη σύνδεση τόσο με τον Breton όσο και με τον Φρόυντ· αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της θεωρητικής θέσης του Εμπειρίκου, όπως διατυπώνεται στο "Αμούρ-Αμούρ". Επιπλέον, το κείμενο αυτό προσπαθεί να καταστεί το ίδιο αυτές οι θεωρητικές αρχές: κατά συνέπεια, ενώ ξεκινάει ως αυτοβιογραφία ενός ποιητή που αναζητεί τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα δια της αναλογίας της εικόνας του καταρράκτη, μετατρέπεται σε εγκώμιο για τον "Ανδρέα Μπρετόν και τους άλλους υπερρεαλιστάς" και "τον Σίγκμουντ Φρόϋντ και τους ψυχοαναλυτάς", ώστε με μια διπλή μεταφορά "και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι η τραμουντάνα"[8] να εξελιχθεί σε απολογισμό της πορείας του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αλλά και σε ένα προσωπικό οδοιπορικό της παιδικής ηλικίας του Εμπειρίκου στη Ρωσία, με συνεχείς αναδρομές και προδρομές, που συνδέουν τον καταρράκτη με την επιθυμία για συγγραφή, τον Αμούρ, τον ποταμό, με τον Αμούρ, τον έρωτα.


Στη συνέχεια ο Εμπειρίκος εξειδικεύει την άποψή του για τη σχέση ανάμεσα στο υπερρεαλιστικό κείμενο και το όνειρο και ουσιαστικά υιοθετεί αυτούσια την αναλογία που έχει προτείνει ο Φρόυντ:


 


"Μία εικών μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με μίαν άλλην, μπορεί να αποτυπώνεται, ή να επικάθηται επάνω σε μια προηγουμένη, ή επομένη, χωρίς να την εξαλείφη, ή, μπορεί να δέχεται επάνω στην επιφάνειά της, μια νέα εικόνα, χωρίς να εξαφανίζεται η ίδια, όπως συμβαίνει και στις επιτυπώσεις των φωτογραφιών ή των κινηματογραφικών ταινιών".[9]


Τονίζει, λοιπόν, ότι οι εικόνες μπορεί να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό που να αποτελεί ένα θέμα, αλλά μπορεί να παρεισφρύσει κάποιος άλλος ειρμός. Έτσι προκύπτει "ένα αμάλγαμα δύο ή περισσοτέρων εικόνων που να αποτελή μια νέα σύνθεσι", όπως για παράδειγμα να εισβάλει ο Οθέλλος στη σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρα, πράγμα που δεν συμβαίνει συχνά στην τέχνη που ελέγχεται από τη λογική, "συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα, και στις φαντασιώσεις μας".[10] Το όνειρο καθίσταται κατά συνέπεια το πρότυπο της λογοτεχνικής γραφής του, μια και επιτρέπει την σύζευξη και την ταυτόχρονη ανάγνωση πολλαπλών νοημάτων.


 


Η θεωρία του Freud


για το έκδηλο και το λανθάνον περιεχόμενο του ονείρου και τη μεταξύ τους σχέση εισάγει μια έννοια που άμεσα σχετίζεται με τη θεώρηση του Εμπειρίκου: τον επικαθορισμό (Überdeterminierung), σύμφωνα με τον οποίο ένα όνειρο μπορεί να εκφράζει πολλές διαφορετικές επιθυμίες ή για κάθε στοιχείο του έκδηλου να υπάρχουν περισσότερα του ενός στοιχεία του λανθάνοντος περιεχομένου. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, η πολύ χαρακτηριστική και συναφής προς την επιχειρηματολογία του Εμπειρίκου αναλογία, την οποία προτείνει ο Φρόυντ, σύμφωνα με την οποία η εργασία του ονείρου (Traumarbeit) συντελείται με μια τεχνική που θυμίζει τις επιτυπώσεις φωτογραφιών. Γράφει χαρακτηριστικά:


 


"Το υλικό που προέρχεται από τις ιδέες του ονείρου και συμπτύσσεται για τη διαμόρφωση της σκηνής του ονείρου πρέπει φυσικά να είναι εξαρχής κατάλληλο γι’ αυτή τη χρήση. Απαιτείται ένα ―ή περισσότερα ― κοινά σημεία τα οποία να υπάρχουν σε όλα τα συστατικά του. Η εργασία του ονείρου ακολουθεί τότε μια διαδικασία όπως εκείνη του Francis Galton κατά την κατασκευή των οικογενειακών φωτογραφιών του. Επιτυπώνει, τρόπον τινά, τα διάφορα συστατικά, έτσι ώστε να αλληλοεπικαλύπτονται. Κατά συνέπεια τα κοινά σημεία εμφανίζονται πιο ζωηρά στη συνολική εικόνα, ενώ όσα έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους αλληλοεξαλείφονται σχεδόν πλήρως. Αυτή η διαδικασία παραγωγής εξηγεί επίσης εν μέρει τα αμφιταλαντευόμενα και συγκεχυμένα χαρακτηριστικά τόσων στοιχείων του ονειρικού περιεχομένου".[11]


Στη συνέχεια αναφέρει ότι αν, κατά την ανάλυση του έκδηλου ονείρου και τη διαδικασία κατασκευής του λανθάνοντος περιεχομένου του, προκύπτει κάποια αβεβαιότητα, τότε δεν πρέπει να επιλέγεται η διάζευξη (είτε …είτε) για την επίλυσή της, αλλά η σύζευξη (και): με τον τρόπο αυτό διατηρούνται και οι δύο εικόνες ως αφετηρία μιας ξεχωριστής σειράς συνειρμών, ακριβώς επειδή λειτουργεί ο επικαθορισμός. Η αναφορά στην τέχνη της φωτογραφίας και τις επιτυπώσεις επιτρέπει την προσέγγιση της λογοτεχνικής κατασκευής, όπως προτείνεται στη συγκεκριμένη στιγμή του ελληνικού υπερρεαλισμού, δια μέσου της ονειρικής κατασκευής, όπως αναπτύσσεται από την ψυχαναλυτική θεωρία. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αποτελεσματική σύζευξη του Εμπειρίκου.


Ας αφήσουμε τον χώρο του ονείρου για να περάσουμε στις συγκρούσεις του Οιδιποδείου. Στο κείμενο "Οιδίπους Ρεξ" (αφιερωμένο στη Μαρία Βοναπάρτου), το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, ο Εμπειρίκος διηγείται το μέρος εκείνο του μύθου του Οιδίποδα, το οποίο πραγματεύονται οι τραγωδίες Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή και Φοίνισσαι του Ευριπίδη, με δύο σημαντικές αλλαγές: η πρώτη αφορά την οργάνωση του αφηγήματος, αφού ένα κατασκευασμένο πρόσωπο, ο κυνηγός Χαβρίας (υπάρχει ιστορικό πρόσωπο με αυτό το όνομα, αλλά πρόκειται για Αθηναίο στρατηγό της δεύτερης αθηναϊκής συμμαχίας), αφηγείται τα γεγονότα· η δεύτερη αφορά την οπτική γωνία από την οποία γίνεταιη αφήγηση, αλλά και την φανταστική κατάληξή της, με την εμπλοκή τόσο των Ερινύων όσο και του Χαβρία στη δράση.


 


Συνοπτικά, η υπόθεση. Ο κυνηγός Χαβρίας, "γέννημα-θρέμμα του Πανός και των Αμαδρυάδων" (145), "απλούς κυνηγός των δασών της Βοιωτίας, αλλά καλός τοξότης" (151) θέλει να αποκαταστήσει την αλήθεια σχετικά με τις τελευταίες στιγμές του βασιλιά των Θηβών. Πληροφορεί, λοιπόν, τους αναγνώστες ότι αυτός και όχι η Αντιγόνη τον οδήγησε στον Κολωνό, στο ναό των Ευμενίδων. Μετά από μια μακρά συζήτηση καθ’ οδόν, κατά την οποία ο Χαβρίας προσπαθεί ανεπιτυχώς να πείσει τον Οιδίποδα ότι δεν είναι μεμπτό το ότι "συνήλθε ερωτικώς μετά της μητρός του Ιοκάστης" (147), αφού και οι θεοί κάνουν το ίδιο και αυτός, ένας απλούς κυνηγός των δασών, το επιθυμεί και θα το έκανε ευχαρίστως,  τον αφήνει στον ναό, επειδή η Αντιγόνη του δήλωσε χαρακτηριστικά ότι είχε εξευμενίσει τις Ευμενίδες. Όταν επιστρέφει θα βρεθεί μάρτυς μιας στυγνής πράξης: "Με φρικαλέους μορφασμούς και αποκόσμους αναφωνήσεις, η Αληκτώ και η Μέγαιρα εκράτουν τον δυστυχή μάρτυρα καθηλωμένον, ενώ η Τισιφόνη, απέκοπτε δια των οδόντων της, βρυχωμένη ως ύαινα, τα γεννητικά όργανα του ανδρός" (151).  Τότε ο Χαβρίας σκότωσε με τα βέλη του τις Ερινύες, οι οποίες, όπως αναφέρει ο μύθος, είχαν  γεννηθεί από τις σταγόνες του αίματος που κατά τον ευνουχισμό του Ουρανού πότισαν τη γη.


 


Η ερμηνεία του μύθου του Οιδίποδα από τον Εμπειρίκο αποσκοπεί:


1)      Στην επανενεργοποίησή του στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκης μυθολογίας (αυτό φαίνεται και από τον τίτλο του κειμένου, "Οιδίπους Ρεξ"), διότι αφενός χρησιμοποιεί το μύθο του ευνουχισμού του Ουρανού και τον προσαρμόζει στον Οιδίποδα και αφετέρου αποδίδει στις Ερινύες συγκεκριμένες σωματικές πράξεις που ταιριάζουν περισσότερο στις ρωμαϊκές Furiae.


2)      Στη σύνδεση της συγκεκριμένης πράξης του Οιδίποδα, "να συνέλθει ερωτικώς μετά της μητρός του Ιοκάστης"  με τις πράξεις των θεών και μέσω αυτής της σύνδεσης στην θεματοποίηση του καθολικού χαρακτήρα της επιθυμίας για τη μητέρα.


3)      Στην έμφαση στην υλική υπόσταση του Οιδιπόδειου μυθου και συμπλέγματος και στην τοποθέτηση του Εμπειρίκου σαφώς στη μεριά του Freud


και όχι στη μεριά του Γιούνγκ. Στην Ιστορία του Ψυχαναλυτικού Κινήματος ο Freud


υπογραμμίζει τη διαφωνία του με τον Γιουνγκ για την υποβάθμιση από τον τελευταίο της σημασίας του σεξουαλικού στοιχείου και την έμφαση στη συμβολική διάσταση που δίνει, ιδίως στο Οιδιπόδειο (S.E. XIV, 62). Ο Εμπειρίκος στο κείμενό του αυτό υπογραμμίζει το απτό της σεξουαλικότητας και την υλική της υπόσταση.


4)      Στην κατασκευή μιας ουτοπίας, στην οποία  βασιλεύει ο Xαβρίας, το "γέννημα-θρέμμα του Πανός και των Αμαδρυάδων", ο απλός και υγιής άνθωπος των δασών. Tο ενδιαφέρον στην κατασκευή αυτού του χαρακτήρα ειναι ότι θεματοποιεί την μετα-οιδιπόδεια άρση της αιμομεικτικής απαγόρευσης, μια και ξέρει τον μύθο, ξέρει τις θέσεις των ιστορικών και των ποιητών (152) και ευαγγελίζεται μια ουτοπία που βασίζεται στην υπερβαση του κοινωνικού συστήματος. H βαθειά του γνώση αποκαλύπτεται με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τον τρόπο της ειρωνείας: όταν εξηγεί στον Oιδίποδα ότι "θα έλθει ημέρα, που η αιμομιξία θα θεωρείται εξ ίσου φυσική με τους άλλους έρωτας, και τότε, μη φοβούμενος κανείς τον πατέρα του, δεν θα έχη ανάγκη να τον σκοτώνη" (148) στρέφεται προς τον αναγνώστη και: "Eις το σημείον τούτο ήθελα να προσθέσω:"Μόνον οι εθελοτυφλούντες δεν το εννοούν". Σκεφθείς όμως ότι τούτο θα ήτο δυνατόν να εκληφθή ως ειρωνεία από τον τυφλόν βασιλέα, απεσιώπησα αυτήν την σκέψιν" (148).


Kαταλήγοντας, τι συμβαίνειμε τον μύθο του Οιδίποδα; Το κείμενο του Εμπειρίκου καλεί σε αναστοχασμό εντός της θεωρητικής κατασκευής της ψυχανάλυσης. Τον δέχεται, αλλά αναστοχάζεται.


 


Οπωσδήποτε,  η πλευρά αυτή στην κατασκευή του πρώτου Έλληνα ψυχαναλυτή αναστατώνει όσους μετέχουν σε ένα συνέδριο για την ιστορία της ψυχανάλυσης και περιμένουν την καθησυχαστική εικόνα ενός πατριάρχη στην κορυφή του γενεαλογικού δένδρου. Η κατασκευή μιας γενεαλογίας περιλαμβάνει δυσκολες αναστοχαστικές στιγμές, όπως αυτή κατά την οποία "η αιμομιξία θα θεωρείται εξ ίσου φυσική με τους άλλους έρωτας, και τότε, μη φοβούμενος κανείς τον πατέρα του, δεν θα έχη ανάγκη να τον σκοτώνη".  Η εμπειρίκεια ουτοπία εμπεριέχει το τέλος του Οιδιποδείου συμπλέγματος ως καταστατικής αρχής της ψυχαναλυτικής θεωρίας και άρα το τέλος αυτής της θεωρίας: θεματοποιεί τον θάνατο της ψυχανάλυσης και τον θρίαμβο της λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής προτείνει μέσα στην ψυχανάλυση την ουτοπία τού μετά την ψυχανάλυση.


 


[1] Βλ. Roudinesco, History, 3-34.


[2] Και ο "πρώτος τη τάξει Έλληνας ψυχαναλυτής", με την έννοια ότι ήταν "διδάσκων" ψυχαναλυτής, και αναλυόμενοί του υπήρξαν ο Κουρέτας, ο Ζαβιτσιάνος, η Καραπάνου., Θ. Τζαβάρας, Ο Α.Ε. και η Ψυχανάλυση, ΙΙ, Χάρτης17/18, 566-577. Βλ. και επίμετρο στο Α. Εμπειρίκος, Ψυχαναλυτικά κείμενα. Βλ. και Λένα Ατζινά, Η μακρά εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα.


[3] Βλ. Roudinesco, History, για μια συνολική αποτίμηση, dissidence, 4,5, κατηγορίες (πρόεδρος SPP Leuba), δίκη,156-163


[4] Βλ. και Τζαβάρα, ό.π.


[5] Paul Ricœur, De l’ interpretation: Essai sur Freud, Παρίσι, Seuil, 1965, 159. Αφετηρία του βιβλίου είναι οι διαλέξεις "Terry" που έδωσε ο Ricœur το 1961 στο πανεπιστήμιο του Yale. Στα αγγλικά, Freud and Philosophy: an Essay on Interpretation (μτφρ. Denis Savage), New Haven, Yale University Press, 1970, 155.


[6] Η πρώτη έκδοση, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1936-1946), Αθήνα, Δίφρος, 1960. Παραπέμπω στην τρίτη έκδοση, Αθήνα, Άγρα, 1980. Βλ. και Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Ανδρέας Εμπειρίκος:ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Αθήνα, Κέδρος, 1983, 15-42.


[7] Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, 20· η πλαγιογράφηση δική μου.


[8] Ό.π., 12-13.


[9] Ό.π., 20-21.


[10] Ό.π., 21-22.


[11] S.E. V, 649-650 · Το όνειρο, 31, τροποποιημένη μετάφραση.


 


                               


 


 


 

                           

 

 

 

bottom of page