top of page

Μονάδα Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας ΙΨΥΠΕ: "Η Καλλιέργεια του Κινήτρου για Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία"

Η Καλλιέργεια του Κινήτρου για Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία

Μονάδα Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Από το 1996 που άρχισε να λειτουργεί το Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παίδων και Ενηλίκων οι διάφορες δομές του χαρακτηρίζονται από κοινή θεραπευτική φιλοσοφία. Πίσω από κάθε κλινική-θεραπευτική πράξη συνυπάρχουν η ψυχοδυναμική οπτική (το ψυχαναλυτικό πρίσμα) και οι αρχές της κοινωνικής-κοινοτικής ψυχιατρικής. Οι θεωρητικές έννοιες του ασυνειδήτου, της ψυχικής αιτιότητας και σύγκρουσης, η μεταψυχολογία γενικά, καθώς και τα τεχνικά εργαλεία της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης, της ερμηνείας, της τεχνικής ουδετερότητας και η έμφαση στη σημασία του θεραπευτικού πλαισίου αξιοποιούνται για την καλλιέργεια της θεραπευτικής σχέσης με τον θεραπευόμενο, για τη συστηματική και μακρόχρονη παρακολούθησή του. Έτσι, φυσιολογικά, προέκυψε η ανάγκη για ένα πιο εξειδικευμένο τμήμα μακρόπνοων ψυχαναλυτικών ψυχοθεραπειών. Δημιουργήθηκε έτσι η Μονάδα Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, η οποία στελεχώθηκε από ψυχιάτρους και ψυχολόγους με πλούσια κλινική εμπειρία, οι οποίοι βρίσκονται σε προσωπική ανάλυση και διαδικασία εκπαίδευσης, στα πλαίσια των διάφορων ψυχαναλυτικών εταιριών. 


ΥΠΟΔΟΧΗ του/της Θεραπευόμενου/ης 

Όταν υποδεχόμαστε ένα υποκείμενο που βρίσκεται σε κρίση, του οποίου η ψυχική ισορροπία έχει ανατραπεί, η λειτουργία των συνήθων αμυντικών μηχανισμών δεν επαρκεί και εμφανίζονται συμπτώματα, όπως ψυχικός πόνος, άγχος. Ο/Η θεραπευόμενος/η επιθυμεί ταυτόχρονα το προχώρημα και την ψυχική αλλαγή, αλλά και την επιστροφή στην προηγούμενη, οικεία και γι’ αυτό μη επίφοβη κατάσταση. Στη διαδικασία εκτίμησης κάθε νέου/νέας θεραπευόμενου/ης, η οποία συνήθως περιλαμβάνει μία έως τρεις διερευνητικές συνεδρίες, εργαζόμαστε:

  • διατυπώνοντας μία ψυχοδυναμική υπόθεση σε μία προσπάθεια κατανόησης της ψυχοπαθολογίας του/της

  • διερευνώντας την καταλληλότητά του/της για ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, μαζί με το επίπεδο της ψυχικής του οργάνωσης

  • εκτιμώντας το κίνητρό του/της για ψυχική αλλαγή και διαμορφώνοντας-καλλιεργώντας το αίτημά του/της


Στις πρώτες αυτές συνεδρίες αξιοποιούμε, όσο γίνεται περισσότερο, τη μεταβίβαση του θεραπευόμενου/νης, εκτιμάμε τις κυρίαρχες αμυντικές λειτουργίες και το βασικό επίπεδο της ψυχικής του/της οργάνωσης και βασιζόμαστε στην αντιμεταβίβασή μας. Οι ερμηνείες αφορούν κυρίως τη διευκρίνηση (clarification) και την αντιμετώπιση (confrontation). Παράλληλα φροντίζουμε ώστε να λειτουργεί το πλαίσιο υποδοχής των πρώτων συνεδριών με ασφάλεια και αξιοπιστία. Στόχος μας είναι η καλύτερη δυνατή κατανόηση του θεραπευόμενου/ης και η εγκατάσταση μιας δυνατής συναισθηματικής σχέσης. Λειτουργούμε δηλαδή θεραπευτικά στα δύο πρώτα επίπεδα ψυχοθεραπείας κατά Cawley(1) (Βλέπε Πίνακα Ι). 


Πίνακας 1 Επιπεδα Ψυχοθεραπειας Κατα Cawley (1977)

υποστήριξη

Œ

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΟ

  • εκφόρτιση προβλημάτων σε έναν θετικά διακείμενο ακροατή

  • εκφόρτιση των συναισθημάτων στα πλαίσια μιας υποστηρικτικής σχέσης

  • συζήτηση των τωρινών προβλημάτων με έναν μη κριτικό ακροατή

Ενσυγκράτηση (holding)  Ενσυναίσθηση (empathy)




ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ

  • διευκρίνιση των προβλημάτων, της φύσης και της προέλευσής τους, σε μία προοδευτικά αναπτυσσόμενη σχέση

  • αντιπαράθεση των αμυνών


διερευνητικότητα

Ì

ΒΑΘΥΤΕΡΟ

  • ερμηνεία ασυνείδητων κινήτρων και φαινομένων μεταβίβασης

  • επανάληψη, ανάμνηση και ανακατασκευή του παρελθόντος

  • παλινδρόμηση σε πρώιμες λειτουργίες

  • λύση των συγκρούσεων με την επαναβίωση και της επεξεργασία τους

Ερμηνεία – συνειδητοποίηση (insight)


Ένα μείζον ζήτημα που μας απασχολεί είναι πόσο στηρικτικοί ή διερευνητικοί πρέπει να είμαστε στα πρώτα αυτά ραντεβού. Πόσο δηλαδή τεχνικά ουδέτεροι(2). Συχνά χρειάζεται να φροντίσουμε για την ανακούφιση του/της θεραπευόμενου/ης από το ψυχικό άλγος των συμπτωμάτων με χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι έντονα, π.χ. η επαφή του με την πραγματικότητα έχει διαταραχθεί και η δυνατότητα ψυχολογικής παρέμβασης είναι πενιχρή. Στις περιπτώσεις αυτές αναγκαστικά είμαστε περισσότερο υποστηρικτικοί, μόνο όμως όσο χρειάζεται και όπου απαιτείται. Στη συνέχεια βοηθάμε τον/την θεραπευόμενο/η να αποποιηθεί την αντίληψη ότι τα συμπτώματα-δυσκολίες του/της είναι ασύνδετα με την ιστορία του, χωρίς νόημα και λόγο ύπαρξης, και απλώς πρέπει να εξαφανισθούν. Οδηγούμε σιγά-σιγά στην αποδοχή ότι τα συμπτώματά έχουν λόγο ύπαρξης και μπορούν να κατανοηθούν μέσα από την προσωπική του/της ιστορία, και η κατανόησή τους αυτή δηλοί και τον οριστικό τρόπο αντιμετώπισής τους. Εξάλλου η ανάγκη για ενδελεχή εκτίμηση των υποψηφίων για ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία σε βάθος και η χρήση πολύ αυστηρών και εξειδικευμένων ψυχιατρικών και ψυχαναλυτικών κριτηρίων αναλυσιμότητας υποχρεώνει συχνά τον ψυχοθεραπευτή-εκτιμητή να είναι ιδιαίτερα διεισδυτικός και παρεμβατικός λόγω των περιοριστικών, συχνά πιεστικών οικονομικο-κλινικών κριτηρίων.


Για εμάς τόσο μία ιδιαίτερα ενεργητική στάση όσο και μία πέραν του δέοντος δοτική απειλούν τη θεραπευτική ουδετερότητα και κινδυνεύουν να διαστρεβλώσουν τη θεραπευτική σχέση και την αυθόρμητη ανάπτυξη της μεταβίβασης. Οι κίνδυνοι αυτοί αντιμετωπίζονται αργότερα στη θεραπεία ως υλικό προς ανάλυση (3,4). Είναι επίσης σημαντικό αν ο θεραπευτής που αναλαμβάνει τη διερευνητική φάση με τον/την θεραπευόμενο/η θα είναι και εκείνος/εκείνη που θα τον/την αναλάβει τελικά και θα διαπραγματευθεί το θεραπευτικό συμβόλαιο μαζί του/της. Αν δεν είναι, θα πρέπει να έχει ενημερώσει εξαρχής τον/την υποψήφιο/α θεραπευόμενο/η για τον εν λόγω δεδομένο και ταυτόχρονα να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός/η ώστε να μην ευοδώσει την ανάπτυξη της μεταβίβασης προς το πρόσωπό του/της (ανάπτυξη που γίνεται αυθόρμητα) και να τη στρέψει προς τον/τη θεραπευτή/τρια που θα αναλάβει. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει η διαδικασία εκτίμησης/διερεύνησης να είναι όσο γίνεται πιο σύντομη.


ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ του θεραπευόμενου/της θεραπευόμενης

Μέσα από τη διήγηση του του/της θεραπευόμενου/ης στα πρώτα αυτά διερευνητικά ραντεβού και μέσω του τρόπου που σχετίζεται με μας, προκύπτει ένας κοινός, κεντρικός τρόπος σχέσης με τα αντικείμενα ο οποίος διατρέχει τόσο την τωρινή του ζωή, όσο και το παρελθόν του και την μεταβίβαση. Το εδώ και τώρα στη θεραπεία, το εδώ και έξω στις σχέσεις με τα σημαντικά πρόσωπα της τωρινής ζωής, και το εκεί και τότε της παιδικής ηλικίας με τα βασικά γονεϊκά αντικείμενα συναντώνται σε μία πυρηνική εσωτερικευμένη αντικειμενότροπο σχέση, η οποία είναι ζωντανή και διαρκώς παρούσα στη ζωή του/της θεραπευόμενου/ης. Έτσι διατυπώνουμε μία υπόθεση εργασίας για τον/την θεραπευόμενο/θεραπευόμενη στην οποία μπορούμε να βασιστούμε και να πορευθούμε στην κατοπινή ψυχοθεραπευτική εργασία, η οποία μπορεί να την επιβεβαιώσει ή να την καταρρίψει (5,6). Εξάλλου η κατανόηση μίας βασικής ψυχικής σύγκρουσης πίσω από τον τρόπο λειτουργίας της προσωπικότητας και την παθολογία του/της θεραπευόμενο/ης -η σύγκρουση ανάμεσα σε μία ενόρμηση και μία αμυντική λειτουργία ή ανάμεσα σε αντίθετες ενορμήσεις ή ανάμεσα σε διάφορες ψυχικές δομές- όπως και η δυνατότητα κατανόησης των συμπτωμάτων του αρρώστου ως συμβιβαστικών σχηματισμών, όπου συνυπάρχουν τόσο η ικανοποίηση μιας ενορμητικής επιθυμίας όσο και η αμυντική απαγόρευσή της, είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την ψυχοδυναμική κατανόησή του (7,8). Η δυνατότητα διατύπωσης μιας βασικής ψυχοδυναμικής αιτιολογικής υπόθεσης σχετικά με την ψυχοπαθολογία του/της θεραπευόμενου/ης σηματοδοτεί συνήθως και τη δυνατότητα ψυχολογικής θεραπευτικής παρέμβασης και την αναλυσιμότητά του/της. Είναι σημαντικό, στις πρώτες αυτές συνεδρίες, να υπάρξει μία σύγκλιση ανάμεσα στην ψυχαναλυτική μέθοδο και στον συνήθη τρόπο ψυχικής λειτουργίας του/της υποψηφίου/ας. Η πρώτη συνέντευξη λειτουργεί σαν ένα είδος δοκιμαστικής θεραπείας, πολύ σύντομης, που στις καλύτερες περιπτώσεις λειτουργεί σαν ανάλυση και συχνά μαθαίνει στον/στην υποψήφιο/α την ψυχαναλυτική μέθοδο θεραπείας. Σύμφωνα με τον Donnet, στις περιπτώσεις αυτές θεραπευτής/τρια και θεραπευόμενος/η ξεχνούν ότι βρίσκονται σε μία αναγνωριστική συνέντευξη και χρησιμοποιούν τους κανόνες της ψυχανάλυσης σαν να τους έχουν επινοήσει οι ίδιοι/ες. Όταν μάλιστα, μετά το τέλος των συνεντεύξεων υπάρχει και από τους δύο έντονη η αίσθηση ότι κάτι κοινό έχει αρχίσει μεταξύ τους που διακόπτεται απότομα και πρέπει να συνεχισθεί οπωσδήποτε, τότε η ψυχοθεραπεία έχει ήδη αρχίσει (9). Είναι σημαντικό να υπάρχει η αίσθηση ότι κάτι κινείται και μεταβιβάζεται, ότι υπάρχει ευκαμψία στον ψυχισμό και ικανότητα μετάθεσης των επενδύσεων. Στις πρώτες αυτές διερευνητικές συνεντεύξεις ό,τι δεν λέγεται έχει την ίδια σημασία με ό,τι λέγεται. Η έμφαση δίνεται στην επικοινωνία, συνειδητή και ασυνείδητη, στην ανταλλαγή και τις συνδέσεις, στον λόγο σαν θεραπευτικό μέσο, και ο στόχος είναι στην καλλιέργεια των συνθηκών ώστε ο/η θεραπευόμενος/η να μιλήσει και να ακουστεί.


ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΝΑΛΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

Υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία σχετικά με τα κριτήρια αναλυσιμότητας, αν δηλαδή κάποιος υποψήφιος είναι κατάλληλος για ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία (3,4,10-14). Για εμάς, ανεξάρτητα από την κλινική εικόνα του θεραπευόμενου/ης και τη διαγνωστική εκτίμηση στους άξονες Ι και ΙΙ των διάφορων διαγνωστικών συστημάτων (DSM IV), έχουν ιδιαίτερη σημασία τα τέσσερα κριτήρια αναλυσιμότητας των Bateman, Brown & Pedder (15).

  • αν ο/η θεραπευόμενος/η αντιλαμβάνεται τα προβλήματά του/της με ψυχολογικούς όρους

  • αν υπάρχει αιτιοκρατική σκέψη και έμφαση στις ψυχολογικές αιτίες των δυσκολιών

  • αν υπάρχει ικανότητα συμβολικής σκέψης, λεκτικοποίησης, ενδοσκόπησης, συνδέσεων, ελεύθερων συνειρμών, ρευστότητα σκέψης, αν υπάρχει «αυτοβιογραφική ικανότητα» (Holmes 1995)

  • αν υπάρχει συναισθηματική ανταπόκριση και επεξεργασία των δοκιμαστικών ερμηνειών

  • αν υπάρχει επαρκές κίνητρο για συνειδητοποίηση (insight) και αλλαγή

  • αν υπάρχει επιθυμία διερεύνησης της προσωπικής συμμετοχής στο πρόβλημα

  • αν υπάρχει απουσία έντονης-άκαμπτης αμυντικότητας και αναζήτησης μαγικών λύσεων

  • αν υπάρχει επιθυμία απαλλαγής από το άγχος και τον ψυχικό πόνο, αλλά και αντοχή στην ψυχική οδύνη

  • ποιο είναι το επίπεδο οργάνωσης της προσωπικότητας και απαρτίωσης του Εγώ

  • αν υπάρχει η ικανότητα έναρξης και διατήρησης σχέσεων με αντικείμενα;

  • αν υπάρχει ικανότητα ανάπτυξης μεταβίβασης και θεραπευτικής συμμαχίας


Παράλληλα συνυπολογίζουμε τις αντενδείξεις για ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, όπως τις διατυπώνει ο O. Kernberg (3).

  • έλλειψη επαρκούς κινήτρου – ψυχολογικής σκέψης

  • ύπαρξη σημαντικού δευτερογενούς κέρδους

  • αδυναμία ελέγχου σοβαρών εκδραματίσεων (acting outs), οι οποίες απειλούν τη ζωή ή τη θεραπεία

  • παρουσία έντονων αντικοινωνικών στοιχείων

  • απελπιστική κατάσταση ζωής (life situation)


Η καταλληλότητα κάποιου/ας θεραπευόμενος/ης για ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία δοκιμάζεται και από την αντίδρασή του/της στη χρήση μιας δοκιμαστικής ερμηνείας (π.χ. «μου κάνει εντύπωση πώς μετά από τόση ώρα δεν έχετε μιλήσει καθόλου για τον πατέρα σας. Τι λέτε γι’ αυτό;"). Αν ο/η θεραπευόμενος/η αγχώνεται αλλά με μέτρο, απαντά συναισθηματικά φέρνοντας ανάλογο υλικό, ανταποκρίνεται δηλαδή στον προτεινόμενο τρόπο θεραπευτικής εργασίας, τότε μάλλον είναι κατάλληλος/η. Αν, αντίθετα, αγχώνεται υπερβολικά, απορρίπτει την ερμηνεία με μαζική αύξηση των αντιστάσεων και της αμυντικής λειτουργίας και φαίνεται να μην ακούει πια τον θεραπευτή, τότε φαίνεται ότι, προσωρινά τουλάχιστον, η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία είναι ακατάλληλη για εκείνον/εκείνη. Κατά την εμπειρία μας, η παρουσία ισχυρού κινήτρου για αλλαγή είναι ο σημαντικότερος προγνωστικός παράγοντας-μεταβλητή, ενώ σύμφωνα και με όλους/ες σχεδόν τους/τις συγγραφείς που αναφέραμε η πρόγνωση της ψυχοθεραπείας εξαρτάται τελικά από πολύ ιδιαίτερα και εξατομικευμένα χαρακτηριστικά του μοναδικού κάθε φορά ζεύγους θεραπευτή/τριας-θεραπευόμενου/ης. Η φύση αυτής της μοναδικής σχέσης που εγκαθίσταται από το θεραπευτικό ζεύγος ξεπερνά στα προγνωστικά της σημεία κάθε άλλον σχετικό παράγοντα.


ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Μετά το τέλος της διερευνητικής φάσης προτείνουμε, σε συνεργασία πάντα με τον/την θεραπευόμενο/η, τη θεραπευτική πρόταση που θεωρούμε καταλληλότερη για εκείνον/η. Αυτός/αυτή είναι τελικά αυτός που θα αποφασίσει. Επιλέγουμε την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία εφόσον κρίνουμε ότι ο/η υποψήφιος/α είναι κατάλληλος/η και μπορεί να βοηθηθεί ουσιαστικά, δίνοντας έμφαση στην κατανόηση του συμπτώματος και όχι στην εξαφάνισή του, στην εν τω βάθει – δομική αλλαγή της προσωπικότητας και όχι στην άμεση ανακούφιση από το σύμπτωμα. Καλλιεργούμε δηλαδή, από κοινού, το πέρασμα στο τρίτο επίπεδο ψυχοθεραπείας κατά Cawley (Πίνακας 1), ώστε να ξεκινήσει μια κανονική ψυχαναλυτική ψυχοθεαπεία. Σε αυτή την τόσο ιδιαίτερη κάθε φορά θεραπευτική δυάδα:

  • ο/η θεραπευτής/τρια πρέπει να διαθέτει υψηλό κίνητρο και διαθεσιμότητα, επιστημονική κατάρτιση, κλινική εμπειρία και προσωπική αναλυτική δουλειά

  • ο/η θεραπευόμενος/η πρέπει να έχει αντιληφθεί τη θεραπευτική λογική που του/της προτείνεται, για την καλύτερη δυνατή ανάπτυξη της θεραπευτικής συμμαχίας

  • η Μονάδα Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας ως θεσμός μέσα από την συνεχή εποπτεία και την ουσιαστική λειτουργία της θεραπευτικής ομάδας παρέχει και εγγυάται τον «φιλόξενο» χώρο για την πραγμάτωση της θεραπευτικής εμπειρίας.


Δουλεύοντας σε ένα κοινοτικό κέντρο ψυχικής υγείας αντιμετωπίζουμε ένα τμήμα του γενικού πληθυσμού με μόνο ειδικό χαρακτηριστικό την ανάγκη για ανακούφιση από τον ψυχικό πόνο. Δεν είναι ο συνήθης πληθυσμός του «Ψ» χώρου ή η πελατεία των ψυχαναλυτών που δουλεύουν ιδιωτικά, η οποία είναι σχετικά εξοικειωμένη με τον ψυχοδυναμικό τρόπο σκέψης. Η εγκατάσταση του θεραπευτικού συμβολαίου και η διαμόρφωση του αντίστοιχου πλαισίου γίνονται μετ’ εμποδίων. Συχνά υπάρχουν ή προβάλλονται δυσκολίες σχετικά με τις δεσμεύσεις που απαιτεί μία θεραπεία. Οι δυσκολίες αυτές (χρονικοί περιορισμοί, οικονομική δυσκολία) συνυπολογίζονται στη διαμόρφωση του θεραπευτικού πλαισίου (αμοιβή, αριθμός συνεδριών, ώρα συνεδριών) και δεν αντιμετωπίζονται a priori σαν αντιστάσεις. Συχνά απαιτείται αρκετός χρόνος και υπομονή για την καλλιέργεια του κινήτρου. Η εμπειρία μας λέει ότι, αρκετές φορές, χρειάζεται να περιμένουμε αρκετά ώστε να ωριμάσει στον/στη θεραπευόμενος/η η απόφαση για να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, να νιώσει ότι έφθασε η κατάλληλη στιγμή, ότι τώρα είναι έτοιμος/η. Η προσπάθειά μας δεν πάει χαμένη, πάντα κάτι μένει, ακόμα και μόνο μία-δύο αρχικές συνεδρίες να γίνουν είναι πολύτιμες. Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό πόσοι άνθρωποι ενστερνίζονται τελικά τον τρόπο σκέψης και θεραπευτικής εργασίας που τους προτείνουμε και πόση ικανοποίηση αντλούν σιγά-σιγά από αυτόν.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Cawley R.H. (1977): “The teaching of psychotherapy”. Association of University Teachers of Psychiatry.Newsletter. January: 19-36.

  2. Σακελλαρόπουλος Π. (1998): «Λήψη ιστορικού – η πρώτη συνέντευξη». 3ο Σεμινάριο Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών στην Κοινωνική Ψυχιατρική, Ιωάννινα.

  3. Kernberg O. (1999): “Psychoanalysis, psychoanalytic psychotherapy and supportive psychotherapy: contemporary controversies”. Int. J. Psychoanal., 80: 1075-1091.

  4. Bachrach H. et al (1985): “Factors associated with the outcome of psychoanalysis (clinical and methodological considerations)”. Int. Rev. Psychoanal., 12: 379-389.

  5. Hinshelwood R.D. (1991): “Psychodynamic formulation in assessment for psychotherapy”. Brit. J. Psychother., 8: 166-174.

  6. Coltart N. (1988): ”Diagnosis and assessment for suitability for psychoanalytic psychotherapy”. Brit. J. Psychother., 4: 127-134.

  7. Holmes J. (1995): “How I assess for psychoanalytic psychotherapy”, in: C. Mace (ed.): The Art and Science of Assessment in Psychotherapy, London: Routledge.

  8. McWilliams N. (1999): “Psychoanalytic Case formulation”. Guildford Publications, Inc.

  9. Donnet J.L. (2003): «Η ψυχαναλυτική συνέντευξη». Στο Αμπατζόγλου Γ. και Αποστολακέας Χ. (επιμέλεια): «Από την ψυχαναλυτική θεωρία στις ψυχιατρικές πρακτικές», University Studio Press.

  10. Greenson R. (1967): “The technique and practice of psychoanalysis”. Hogarth Press, London.

  11. Stone L. (1954): “The widening scope of indications for psychoanalysis”. J. Amer. Psychoanal. Assoc., 2: 567-594.

  12. Bachvach H., et al (1991): “On the efficacy of psychoanalysis”. J.Amer. Psychoanal. Assoc., 39: 871-916.

  13. Bachvach H. & Leaff A. (1978): “Analyzability”: A systematic review of the clinical and quantitative literature. J. Amer. Psychoan. Assoc., 26: 881-920.

  14. Svanborg P. et al (1999): “What patient characteristics make therapist’s recommend psychodynamic psychotherapy or other treatment forms? Acta Psych. Scand., 99: 87-94.

  15. Bateman A., Brown D., & Pedder J. (2000): “Introduction to psychotherapy”. London, Routledge.

bottom of page