top of page

Μαούτσος, Βασίλειος - "Η Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και οι Ψυχαναλυτικές της Παράμετροι"

Η Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και οι Ψυχαναλυτικές της Παράμετροι

 

Βασίλειος Μαούτσος

 

 

 Το πώς η ψυχανάλυση επηρέασε την ψυχιατρική στον κόσμο αλλά και στην Ελλάδα είναι ένα θέμα ιδιαιτέρας βαρύτητας διότι μετατόπισε το κέντρο βάρους των ψυχολογικών καταστάσεων εν γένει από τον χώρο της ιατρικής βιολογίας και της κληρονομικότητας προς τον χώρο των ‘εννοιών’ και των ‘συμβόλων’. Η συγκλονιστική αυτή συγκυρία έχει εξετασθεί  από ποικίλες οπτικές γωνίες δοθέντος ότι σε πρακτικό επίπεδο έφερε ριζικές αλλαγές στον τρόπο κατανόησης των ψυχικών παθήσεων και ανέπτυξε νέες τεχνικές αντιμετώπισής τους τόσο σε θέματα θεραπευτικής όσο και σε προσεγγίσεις θεωρητικής κατανόησής τους.

 

Έτσι, σιγά-σιγά αλλά σταθερά, δημιουργήθηκε ο τόσο διαδεδομένος πλέον όρος ‘ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία’ που δεν είναι τίποτα άλλο από την αλληλεπίδραση της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης εντός του χώρου αντιμετώπισης των ψυχικών παθήσεων, δηλαδή, εντός του ψυχιατρείου. Σαν συνέχεια δε αυτής της μίξης ο όρος ‘ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία’ εμπλουτίστηκε έτι περισσότερο και απέκτησε την δική του υπόσταση έτσι ώστε σήμερα πλέον να ορίζεται επί τη βάση των κλινικών καταστάσεων στις οποίες φαίνεται να επιφέρει τα καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα - π.χ τις μεθοριακές διαταραχές και τις ψυχώσεις - και λιγότερο σαν αποτέλεσμα μιας ιστορικής αναγκαιότητας.

 

Στην αρχή όμως της εισόδου της ψυχανάλυσης εντός των ψυχιατρείων τα πράγματα ήσαν αδιευκρίνιστα, αν όχι χαοτικά, λόγω της τεράστιας εξιδανίκευσής της καθώς και πολλών άλλων συναφών παραγόντων. Όλα αυτά όμως δημιούργησαν και συνεχίζουν να δημιουργούν στο ευρύ κοινό κάποια σύγχυση ως προς το τι είναι ‘ψυχανάλυση’ (με το συγκεκριμένο πλαίσιο και την τεράστια θεωρητική και τεχνική πανοπλία που διαθέτει) αλλά και ως προς το τι είναι ‘ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία’ - με το σχετικά χαλαρό της πλαίσιο και το ευρύτερο θεωρητικό-τεχνικό της υπόβαθρο, στοιχεία που είναι βασισμένα στην αναπτυξιακή ψυχολογία, στην επεξεργασία κοινωνικών κυρίως συμβολισμών, στη καταγραφή και θεραπευτική χρήση των βασικότερων ταυτίσεων ενός εκάστου πάσχοντος ατόμου και κυρίως στην έννοια της μεταβίβασης και πολύ περισσότερο της άντι--μεταβίβασης με την οποία θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.

 

Είναι, δηλαδή, εμφανές ότι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία έφερε τον ψυχικά πάσχοντα ασθενή στο προσκήνιο βγάζοντάς τον από τον χώρο της απομόνωσης του ασύλου ή του υποκατάστατού του. Τον έφερε μέσα στο χώρο των μεγάλων πολιτιστικών αξιών που εμπεριέχουν την δυναμική σχέση των ανθρώπων, τις αφηρημένες έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας καθώς και την πολύπλοκη όσο και καθοριστική έννοια της κοινωνικοποίησης του ατόμου.

 

Θα έλεγα μάλιστα ότι η ακριβέστερη περιγραφή που υπονοούμε αναφερόμενοι στην έννοια της ‘ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας’ είναι στην ουσία του τύπου ‘ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία στο δημόσιο τομέα’, διότι αυτό έρχεται πολύ κοντύτερα όχι μόνον σε μία ιστορική πραγματικότητα αλλά και σε μία θεμιτή θεραπευτική προσδοκία. Άλλωστε, από θεραπευτική άποψη, κάθε σχέση δυαδικού χαρακτήρα μεταξύ θεραπευτού και θεραπεύομενου που δεν επιδιώκει την ‘ίαση’ αλλά την ‘αυτογνωσία’ θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως ‘ψυχανάλυση’, όπως σαφώς το περιέγραψε ο Sigmund Freud – έναν όρο που πιθανότατα θα θεσμοθετηθεί στο προσεχές μέλλον και ίσως έτσι ξεκαθαριστούν πολλές υποβόσκουσες ασάφειες.

 

Εν πάσει περιπτώσει, όπου εφαρμόστηκε και όπου εφαρμόζεται η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία οι αλλαγές που έλαβαν χώρα εξ αιτίας της ήταν και είναι εντυπωσιακές. Οι αλλαγές αυτές είναι γνωστές και έχουν ευρύτατα περιγραφεί: Πέραν του ότι περιόρισε ριζικά την χρήση των ψυχοφαρμάκων, πέραν του ότι ασχολήθηκε αποτελεσματικά με τα δυναμικά των ψυχικά πασχόντων σε επίπεδο οικογένειας, πέραν του ότι επηρέασε καταλυτικά τις σχέσεις  των εργαζομένων εντός των νοσοκομείων και των ιδρυμάτων, πέραν του ότι συνέβαλε τα μέγιστα στο να ανοίξουν οι πόρτες των ασύλων, πέραν όλων αυτών, κατά κύριο λόγο, η ‘ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία’ δημιούργησε νέες δομές και νέες ισορροπίες σε όλα τα επίπεδα. Αυτό συνέβη επειδή εμπέδωσε στις συνειδήσεις όλων – ασθενών και εργαζομένων στο δημόσιο τομέα - την δυναμική σημασία του ‘ασυνειδήτου’ ως την πλέον ενεργό δύναμη που βρίσκεται πανταχού παρούσα, πίσω από κάθε θεραπευτική πράξη και πίσω από κάθε σχέση εντός ενός θεραπευτικά διακείμενου ψυχιατρικού χώρου. Το καταπληκτικότερο δε είναι ότι οι εμπλεκόμενοι στην ‘ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία στον δημόσιο τομέα’ ούτε καν είναι αναγκαίο να γνωρίζουν από ψυχανάλυση αυτή καθ’ αυτή. Η αυθόρμητη και ενστικτώδης επιθυμία τους για παροχή βοήθειας και φροντίδας προς τον ψυχικά πάσχοντα ασθενή τους, μαζί με μία απλώς στοιχειώδη εκπαίδευση - εφ’ όσον ακολουθείται από εποπτία – είναι από μόνες τους ικανές προυποθέσεις για μία επιτυχή θεραπευτική συμμετοχή στο έργο της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας.

 

Το σύνολο όλων αυτών των αλλαγών στο χώρο της ψυχικής υγείας φέρονται κάτω από τον ακόμη ευρύτερο όρο της ‘ψυχιατρικής μεταρρύθμισης’ με όλες τις πολιτικές του συνιστώσες. Διότι κάθε ‘μεταρρύθμιση’ δεν υποδηλώνει μόνον μία εσωτερική ανθρώπινη ανάγκη για αλλαγή αλλά και μια εξωτερική δυναμική των πραγμάτων. Και τα δύο φυσικά υπόκεινται σε ψυχαναλυτική μελέτη. Το σημαντικό όμως είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η μεταρρύθμιση αφορούσε (και αφορά) το  αντικείμενο ενασχόλησης αυτής της ίδιας της ψυχανάλυσης, δηλαδή, τις ψυχικές παθήσεις. Συνεπώς, εξ αρχής ήταν αναπόφευκτο ότι η ψυχανάλυση θα έπαιζε τον καθοριστικότερο ρόλο στην εν λόγω μεταρρύθμιση, όποτε αυτή κι’ αν ερχότανε. 

 

Στην εισήγησή μου λοιπόν αυτή,  εκείνο το οποίο θα ήθελα να τονίσω δεν είναι απλώς τα διαδικαστικά θέματα και η περιγραφή των τεράστιων αλλαγών που συνιστούν την ‘ψυχιατρική μεταρρύθμιση’ στην Ελλάδα και το τι σημαίνει αυτό και ποια σχέση έχει η ματαρρύθμιση με την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Η οπτική γωνία στην οποία θα ήθελα να επικεντρωθώ για λίγο είναι η μεταψυχολογική, διότι την θεωρώ κάπως παραμελλημένη όσον αφορά την συμβολή της στην εξήγηση των εν λόγω συμβάντων.

 

Μέσα απ’ αυτό λοιπόν το πρίσμα θα δούμε πως οι ψυχικές παθήσεις έφτασαν κάποτε - έστω και με πολύ μεγάλη καθυστέρηση στον ελληνικό χώρο – να αλλάξουν ριζικά ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης τους από το κοινωνικό περιβάλλον και από το ψυχιατρικό κατεστημένο. Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγα ότι αυτό συνέβη επειδή η εσωτερική δομή όλων των συμβαλλομένων – ασθενών, κοινωνίας, ιατρικής επιστήμης - έχασαν τον φοβικό χαρακτήρα στην αναμεταξύ τους σχέση και επαναπροσδιορίσθησαν με όρους σχέσης αμφίδρομου οφέλους. Κατά κάποιο τρόπο αμβλύνθηκαν τα δυναμικά που θα ονόμαζα αμοιβαία ‘επιθυμία θανάτου’, μία κεντρική έννοια αμοιβαίας αντιπάθειας και επιθετικότητας, που χαρακτήριζε την προτέρα τους σχέση. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό θα ασχοληθώ  κυρίως με μια μόνον κατηγορία ψυχιατρικών ασθενών, τους ‘ψυχωσικούς ασθενείς’, οι οποίοι συνιστούν ιστορικά και ανά τον κόσμο την πλέον ‘φοβική αιτία’ εκ μέρους των κοινωνιών για την δημιουργία των ασύλων του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα καθώς και για την πιο μοντέρνα τους έκφραση που συχνά μπορεί ακόμη να παίρνει τον χαρακτήρα ασυλοποιημένων ψυχιατρικών μονάδων έστω κι’ αν αυτές έχουν χάσει το μυθικό στοιχείο που χαρακτήριζε τα άσυλα μέχρι και σχετικά πρόσφατα στην Ελλάδα.

 

Ποια είναι λοιπόν η δυναμική εξήγηση του φόβου που επί δεκαετίες ολόκληρες εμπόδιζε την αντιμετώπιση των ψυχώσεων μέσα από οργανωμένες μορφές ψυχοθεραπειών και συγκεκριμένα των ψυχαναλυτικών ψυχοθεραπειών, που με τόση επιτυχία εισήχθησαν από ψυχαναλυτές αργότερα - κατά τις δεκαετίες του 70 και του 80 - στον Ελληνικό χώρο με κυρίαρχες μορφές ανθρώπους όπως τον Παναγιώτη Σακελλαρόπουλο; Το ερώτημα αυτό είναι πολύ σημαντικό και άκρως επίκαιρο δοθέντος ότι αν κατανοηθεί μπορεί να βοηθήσει στην διεύρυνση και επέκταση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης ακόμη περισσότερο.

 

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να τονιστεί ότι η βασική αντίληψη των κοινωνιών περί ψυχώσεως – σε αντίθεση με κάθε άλλη νόσο - ποτέ δεν είχε την πρόθεση να ήταν τεκμηριωμένη και επαρκής. Ο  ‘μύθος’ γύρω απ’ αυτήν παραμένει ακόμη και σήμερα ένα από τα πιο παραγωγικά συστατικά της. Ψυχαναλυτικά, θα έλεγα ότι όσο αφορά την ψύχωση οι κοινωνίες ποτέ δεν θέλανε να έχουν άλλη άποψη γι’ αυτήν από εκείνη που θα περιέγραφα με τον εμπεριεκτικό Φρουδικό όρο ‘υπερδιέγερση’ αμφοτέρων των συμμετεχόντων: Αυτό σημαίνει ότι κάθε κοινωνία ορίζει ως ‘ψύχωση’, δηλαδή ως τρέλα, την κατάσταση μιας υπερδιέγερσης των μελών της - είτε αυτή είναι επιθετικού είτε σεξουαλικού χαρακτήρα - στην οποία η ίδια  η κοινωνία έπαιξε ή παίζει  κάποιο σημαντικό αλλά  ακαθόριστο πάντα ρόλο.

 

Φαντασιωσικά, σε υποκειμενικό επίπεδο, η κατάσταση της ψύχωσης ισοδυναμεί με την κατάσταση μιας σχέσης μάνας-παιδιού όπου όταν η κοινωνία-μάνα δεν μπορεί να ανεχθεί την άκρως ενορμησιακή συμπεριφορά ενός άτακτου μέλους της, τότε το απορρίπτει όσο κι’ αν το αγαπά, με αντίστοιχα αισθήματα ενοχής γι’ αυτή της την απόρριψη και την επακολουθούσα σαδομαζοχιστική σχέση που εκτυλλίσεται ανάμεσά τους. 

 

Θεωρώ ότι η κατάσταση αυτής της υπερδιέγερσης αντιστοιχεί σε αυτό που ο Freud περιέγραψε ως ‘σαγήνη’ ή, ως ‘αποπλάνηση’: Όπως στο φαινόμενο της σαγήνης ή, της αποπλάνησης το βασικό ερώτημα που τίθεται, πάντα εκ των υστέρων, ήταν και παραμένει της μορφής  ‘ποιος διήγειρε ποιόν;’, ‘ποιος φταίει για την προκλητική συμπεριφορά του κάθε ανθρώπου – ο γονιός του, η μάνα του ή το ίδιο του το μυαλό;’ το ίδιο βασικά ερώτημα παραμένει αδιευκρίνιστο για το ‘ποιος φταίει’ για την ψύχωση, για τα άσυλα, για την απομόνωση μελών της κοινωνίας εκ του σώματός της. Είναι άραγε το ίδιο το άτομο που έχει καταστεί έρμαιο των κληρονομικών του καταβολών; μήπως είναι το ανεπαρκές φτιάξιμό του από τη φύση ή, μήπως είναι το κοινωνικό περιβάλλον που με την αποπλανητική  συμπεριφορά που του κάνει, το κακομαθαίνει και το εκμεταλλεύεται έτσι ώστε και αυτό με τη σειρά του κάνει ότι του κατεβαίνει; Ο αγώνας για την απόδοση ευθυνών για την εξήγηση της ‘ψύχωσης’ ήταν και παραμένει σκληρός, ψυχαναγκαστικά επιστημονικός και ανελέητος. Οι τρεις ανωτέρω εξηγήσεις αλλήλο-εναλλάσσονται και φαίνεται ότι οι κοινωνίες και τα άτομα αρέσκονται στο να αλληλο-διεγείρονται με αυτές χωρίς ποτέ να γίνεται πραγματική πρόοδος επ’ αυτού του θέματος εκτός του ψυχαναλυτικού πλαισίου.  

 

Μέσα όμως από την συλλογιστική της αποπλάνησης του ατόμου βλέπουμε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: παρατηρούμε την σημασία που αποκτά η ‘προβλητική ταύτιση’ όσον αφορά την έκφραση των κοινών χαρακτηριστικών, τα οποία μοιράζεται η κοινωνία με το κάθε ‘υπερδιεγερμένο’, ψυχωσικό της μέλος. Η πηγή αυτών των ομοιοτήτων βρίσκεται στην ‘κοινή καταβολή’ όλων ανεξαρτήτως των μελών του ανθρώπινου είδους στο να θυμώνουν ή, καλύτερα, να εξοργίζονται και ταυτόχρονα να  ανθρωποποιούνται όταν αναγκάζονται να χάνουν την τόσο ευχάριστη ναρκισσιστική τους κατάσταση εξ αιτίας εξωτερικών ερεθισμάτων. Τότε, ο άνθρωπος, μέσα απ’ αυτό τον εξαναγκασμό αρχίζει να στρέφεται ενάντια στον εαυτό του, αρχίζει να αρέσκεται σ’ αυτό και αρχίζει τελικά να υπηρετεί ‘μαζοχιστικές’ και στη συνέχεια ‘σαδομαζοχιστικές ανάγκες’. Κι’ όλα αυτά σαν αποτέλεσμα της αποπλάνησης την οποία έχει υποστεί και αδυνατεί να κουμαντάρει διαφορετικά.

 

Μοιάζει με ‘μύθο’, ακούγεται σαν ‘τραγωδία’. Κι’ όμως, εν τινί βαθμό, είναι η προσωπική τραγωδία του κάθε ανθρώπου, όχι μόνον του κάθε ψυχασθενούς.

 

Η επίλυση αυτού του τόσο σύμπλοκου ζητήματος – όπου λόγω της απώθησής του και ενδεχομένως συνυπαρχουσών σχαστικών διαδικασιών - ουδείς φαίνεται να θέλει να γνωρίζει συνειδητά την αιτία του φόβου του για τον ψυχωσικό ασθενή είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ‘ψυχιατρική μεταρρύθμιση’. Πράγματι, ένα τέτοια συναισθηματικά φορτισμένο ζήτημα ποτέ δεν θα  μπορούσε να επιλυθεί παρά μόνον μέσα από την διαδικασία της δημιουργίας συνθηκών ‘αποσεξουαλικοποίησης’ αυτών των ίδιων των ενστίκτων που δημιουργούν την διέγερση. Κατά βάση, δηλαδή, μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ‘μετουσίωσης’. Η μετουσίωση προυποθέτει μια διαδικασία αποσεξουαλικοποίησης των ενστίκτων και της αποσαγήνευσης του ανθρώπου. Αυτό δε συμβαίνει όταν δημιουργηθούνε καινούργια ‘συμβολικά σχήματα’ που θα μπορέσουν να εμπεριέξουν όλη τη λιβιδινική ενέργεια που προηγουμένως υπήρχε μέσα στην επιθετική πράξη, μέσα στη σεξουαλική συμπεριφορά του ψυχασθενούς και την οποία εμοιράζετο σιωπηρά με την κοινωνία. Αυτά, τα καινούργια σχήματα συνιστούν την μετουσίωση η οποία οδηγεί στο δημιουργικό έργο.

 

Μια τέτοια εξουδετέρωση των ενστίκτων, ακολουθούμενη από την  δημιουργία ‘νέων συμβόλων’, θα πρέπει κατ’ αρχάς και πέραν πάσης άλλης ψυχικής διεργασίας να βασιστεί στον περιορισμό των ναρκισσιστικών αποθεμάτων - κοινωνικών και ατομικών. Μόνον έτσι θα μπορέσει το άτομο και η κοινωνία να ξεφύγει από τον μονότονο κύκλο των εκδραματιστικών και σαγηνευτικων τους επιθυμιών. Νομίζω ότι εδώ περιγράφουμε μία δημιουργική, οιδιποδειακή κατάσταση, με όρους κοινωνιολογικούς

 

Στον ελληνικό λοιπόν χώρο η ‘ψυχιατρική μεταρρύθμιση’ – δηλαδή, η μετουσιωσική και δημιουργική σχέση κοινωνίας και ψυχωσικών ασθενών - καθυστέρησε σε πολύ μεγάλο βαθμό να συμβεί σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό συνέβη επειδή ο ακραίος συντηρητισμός που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία μέχρι πρόσφατα ήταν αναπόσπαστα συνυφασμένος με μία ηδονιστική και θανάσιμα ναρκισσιστική συμπεριφορά επικυριαρχίας της κοινωνίας (πολιτικών δομών και ιστορικών θεσμών) επί των μελών της τα οποία με τη σειρά τους ευχαριστιόντουσαν εξ αυτής της σχέσης: η κοινωνία προκαλούσε τα μέλη της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η  ναρκισσιστική μητέρα προκαλεί και διεγείρει το παιδί της το οποίο μπορεί συγχρόνως να την θαυμάζει και να την αποφεύγει μέχρις ότου κάποτε ταυτίζεται μαζί της και γίνεται το ίδιο μ’ αυτήν. Εάν παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίον η ελληνική κοινωνία, μέσα στα πλαίσια του συντηρητισμού της, μεταχειριζόταν και ενδεχομένως ακόμα μεταχειρίζεται έννοιες όπως η αρχαία ιστορία της, η θρησκεία της, η ομορφιά της φύσης της, οι ηθικές της  αξίες, θα συναντήσουμε όλα τα στοιχεία της κτητικότητας, και του απομονωτισμού που ναι μεν είναι τόσο έντονα διεγερτικά και ευχάριστα δεν παύουν όμως να είναι άκρως επαναληπτικά, μονότονα και εν τέλει καταστρεπτικά. 

 

Είναι γεγονός ότι αφ’ ης στιγμής η ελληνική κοινωνία ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες μια πορεία ανοίγματος των ‘ενδοψυχικών της συνόρων’ σε μια προσπάθεια αφομοίωσης και επικοινωνίας με τις ιστορίες, με τις θρησκείες, με την ανταλλαγή ιδεών με άλλα κοινωνικά σύνολα πέραν του εαυτού της, μπορεί να έχασε ένα μεγάλο μέρος του ναρκισσισμού της που την έβαλε σε μια ενδεχομένως δύσκολη διαδικασία επικοινωνίας με τα μέλη της, αλλά, εν τέλει, άρχισε να απολαμβάνει τα οφέλη που απορρέουν από την χρήση μετουσιωμένων και συμβολικών μορφών έκφρασης της προτέρας ναρκισσιστικής της εσωστρέφειας. Τα εναπομείναντα σημάδια αυτής της ναρκισσιστικής της στάσης ήσαν οι ψυχωσικοί της ασθενείς, με όλο τον σεξουαλικό και επιθετικό ερεθισμό που της επενθύμιζαν (και της υπενθυμίζουν) περί του παρελθόντος της.

 

Κατόπιν τούτου η ψυχιατρική μεταρρύθμιση ήταν μια αναπόφευκτη συνέπεια. Από την στιγμή κατά την οποίαν η ελληνική κοινωνία έχασε ένα μέρος του συντηρητισμού της συγχρόνως, έχασε και ένα μέρος του φόβου της για τον ίδιο της τον εαυτό. Δέχτηκε ως ένα βαθμό την έννοια του ‘καινούργιου’ που δεν προέρχεται πλέον μόνον από τον εαυτό της αλλά και από τον ‘άλλο’ και όταν όλες αυτές οι προϋποθέσεις είχαν ωριμάσει ουδείς πλέον εχρειάζετο να φοβάται είτε τους ψυχικά πάσχοντες είτε τα ένστικτά του. Το μόνο το οποίον χρειαζόταν ήταν η ύπαρξη ατόμων οι οποίοι θα εξέφραζαν την νέα αυτή κατάσταση. Ήσαν δε τα άτομα αυτά κυρίως ψυχαναλυτές οι οποίοι γνωρίζοντας την αυτοκαταστρεπτική διάσταση του ναρκισσισμού δεν δίστασαν να δράξουν της ευκαιρίας και να δημιουργήσουν θεραπευτικές κοινότητες ψυχωσικών ασθενών, προγράμματα αποασυλοποίησης και προγράμματα ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης με ‘ψυχαναλυτικό πρίσμα’ όπως αυτά ονομάστηκαν αργότερα. Τα πλεονάζοντα αποθέματα λιβιδινικής ενέργειας αυτών των ψυχαναλυτών απετέλεσαν τις απαραίτητες προυποθέσεις για μια τέτοια δημιουργική εξέλιξη.  

 

Αυτή θα έλεγα ότι είναι και η σημασία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα και θα προσέθετα ότι το ίδιο ισχύει και για το μέλλον, δηλαδή, για την προοπτική περαιτέρω ανοίγματος των διαχωριστικών συνόρων μεταξύ ψύχωσης και κοινωνίας. Είναι κατανοητό εκ των ανωτέρω ότι ο ψυχωσικός ασθενής υπ’ αυτήν την έννοια που περιγράφουμε την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, όχι μόνον δεν δέχεται μονομερώς μια ‘χάρη’ από την κοινωνία μέσα από την αλλαγή των συνθηκών της ζωής του και της θεραπείας του εξ αιτίας της ‘μεταρρύθμισης’, αλλά προσφέρει ο ίδιος τα μέγιστα στην κοινωνία στην οποία ανήκει: 1. Την κάνει να αναρωτιέται διαρκώς για τον εαυτό της και τοιουτοτρόπως να περιορίζει τον ναρκισσισμό της 2. Δημιουργεί τις προυποθέσεις για οιδιποδειακές, δηλαδή, δημιουργικές σχέσεις μεταξύ της κοινωνίας και των μελών της 3. Περιορίζει τις αυτοκαταστρεπτικές και εν πολλοίς αυτοκτονικές τάσεις της κοινωνίας με την ατελέσφορη σαγηνευτικότητά της. 4. Η κοινωνία εξασκείται στη δημιουργία συνθηκών προστασίας των ‘δημιουργημάτων’ της που είναι οι νέες ιδέες και τα νέα σύμβολα που φτιάχνει μέσα από την αναζήτηση του εαυτού της και των ορίων της με αφορμή την στενή επαφή της με τον ‘υπερδιεγερμένο’ της εαυτό.

 

Τέλος, η ‘διαρκής ψυχιατρική μεταρρύθμιση’ πιθανόν να είναι από τα σημαντικότερα αποκτήματα κάθε κοινωνίας αφού μπορεί να αποτελέσει τον φύλακα αγγελό της σε κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο εσωστρέφειας και φοβικής συμπεριφοράς του εαυτού της εξ αιτίας της εγγενούς σαγηνευτικής της προδιάθεσης. Τα πρώτα σημάδια μιας τέτοιας εξέλιξης είναι η συμπεριφορά μη-ανοχής του ψυχωσικού ασθενή της, δηλαδή, του βαθύτερου εαυτού των μελών κάθε κοινωνίας.

bottom of page