top of page

Μαλιδέλης Δημήτρης - "Αγάπη και Μοναξιά, Μεταβίβαση και Αντιμεταβίβαση"

 Αγάπη και Μοναξιά, Μεταβίβαση και Αντιμεταβίβαση

Μαλιδέλης Δημήτρης

 

 

Σε ποιά στιγμή ακριβώς το πραγματικό μεταμορφώθηκε σε εξωπραγματικό, η πραγματικότητα σε ονειροπόληση; Πού ήταν τα όρια; Πού είναι τα όρια;

Milan Kundera  "Η ταυτότητα"

 

 Κατά τον Bion, όπως παρατηρεί η Irma Brenman Pick (1985), όταν δύο άτομα συναντιούνται εγκαθιστούν μία σχέση, είτε το θέλουν είτε όχι. Αυτό ισχύει για όλους τους τύπους συναντήσεων, συμπεριλαμβανομένης της ψυχανάλυσης.


Κεντρικό σημείο σε οποιαδήποτε ψυχαναλυτική θεραπεία είναι η έννοια της μεταβίβασης (Freud, 1912), που ενυπάρχει ως ένα βαθμό σε οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση, αλλά και της αντιμεταβίβασης, αναπόσπαστου στοιχείου της ψυχαναλυτικής διαδικασίας (Heimann, 1950).


Κατά τον Etchegoyen (1986), η Μεταβίβαση είναι συγχρόνως το Παρελθόν και το Παρόν. Ανάμνηση, Μεταβίβαση και Ιστορία είναι στην πραγματικότητα αναπόσπαστα.

Αν και μπορούν να γίνουν διαφοροποιήσεις της ψυχαναλυτικής τεχνικής και κατανόησης της μεταβίβασης, στη βάση των κυρίαρχων ψυχαναλυτικών μοντέλων (Φροϋδικό–Κλαϊνικό–Bionian) (Meltzer, 1978· Ferro, 1992), κεντρικό σημείο της  αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε αναλυτή–αναλυόμενο αποτελεί η "πραγματοποίηση" της ψυχαναλυτικής συνάντησης, μια συνάντηση μοναδική και ανεπανάληπτη (Ferro, 1992).


Ο Lussana (2005) αναφέρει ότι στο κέντρο της θεώρησης του Freud είναι το ασυνείδητο, της Klein η ασυνείδητη φαντασίωση, ενώ στο κέντρο της θεώρησης του Bion είναι η συναισθηματική εμπειρία.


O Ogden (1994) περιγράφει την ανάλυση της μεταβίβασης–αντιμεταβίβασης ως ένα μοναδικό δι-υποκειμενικό σύνολο και όχι ως χωριστές ψυχολογικές οντότητες που αναδύονται ανεξάρτητα.


Η σύνδεση της μεταβίβασης–αντιμεταβίβασης γίνεται στο πλαίσιο της προβλητικής ταύτισης, επειδή ο χαρακτήρας της διαδικασίας είναι κυρίως ασυνείδητος και έχει αναλογίες της επικοινωνίας μητέρας–βρέφους.


Η σύνδεση της Μεταβίβασης με την Αντιμεταβίβαση θεωρείται αναπόσπαστη, δεδομένου ότι, με την αποσύνδεσή τους, δεν υπάρχει τρόπος να βιώσει ο θεραπευτής πλευρές του κόσμου των εσωτερικών αντικειμένων του ασθενούς.


Στην παρουσίασή μου, θα προσπαθήσω να περιγράψω το συναίσθημα της μοναξιάς, ως κυρίαρχης εκδήλωσης της ψυχικής ζωής μιας ασθενούς, όπως μου έγινε αισθητή στο πλαίσιο της μεταβίβασης–αντιμεταβίβασης και θα εστιάσω κυρίως στο μετασχηματιστικό χαρακτήρα που εμπλέκει τα μέλη της δυάδας εξίσου.


Η Melanie Klein (1963), στην εργασία της "για την αίσθηση της μοναξιάς", θεωρεί ότι το συναίσθημα της μοναξιάς οφείλεται στη νοσταλγία για την αρχική σχέση με τη μητέρα: η στενή επαφή του ασυνειδήτου της μητέρας και του παιδιού επιτρέπει την κατανόηση, χωρίς τη χρησιμοποίηση του λόγου. Η αίσθηση ότι αυτή η βαθιά επικοινωνία είναι χαμένη για πάντα οδηγεί στο συναίσθημα της μοναξιάς, σαν κυρίαρχο μέρος όλης της ζωής του ατόμου. Το συναίσθημα αυτό αποτελεί εμπόδιο για τις σχέσεις αγάπης.


1. Η Stefania, ετών 35, ζήτησε να με συναντήσει μετά από παρότρυνση συγγενικών της προσώπων, λόγω της συμπεριφοράς της (άσκοπες σχέσεις, κακή οικονομική διαχείριση, χρήση αλκοόλ κτλ). Από τη στάση τους, φαινόταν σα να μην άντεχαν πλέον το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς της (διαλυμένοι γάμοι, σχέσεις κτλ).   


Η Stefania, μετά από λίγα χρόνια γάμου, χώρισε με τον Α. Αυτό που προκάλεσε το χωρισμό και τα επεισόδια ήταν ένα είδος ασταθών συμπεριφορών της που έκανε τον Α. να φύγει. Η σχέση με τον Α. ήταν μάλλον μια σχέση αντίστοιχη με αυτές του παρελθόντος. Κάθε φορά που η Stefania εμπλεκόταν σε μια στενή προσωπική σχέση είχε συμπεριφορές εξαιτίας των οποίων ο άλλος απομακρυνόταν, διατηρώντας την εικόνα του "ότι έκανε ό,τι μπορούσε" αναφορικά με τη Stefania. Την ίδια δεν έμοιαζε να την ξενίζει η έκβαση της σχέσης με τον Α., ενώ μετά το ρεαλιστικό τέλος της σχέσης δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Από την εφηβεία, η ερωτική ζωή της έμοιαζε ένα ατελείωτο ταξίδι αναζήτησης μιας τέλειας ερωτικής σχέσης που δεν ερχόταν ποτέ. Η Stefania, την περίοδο αυτή, σχεδόν συνειδητά "έκανε σημαντικά πράγματα με άτομα μη σημαντικά", διατηρούσε πολλές γνωριμίες, χωρίς στενούς δεσμούς, ίσως στην προσπάθεια να αρνηθεί την μοναξιά που ένοιωθε. Διατηρούσε τις μοναδικές μόνιμες σχέσεις με τη μητέρα και τις αδελφές της, μεγαλύτερες από εκείνη, και τις οικογένειες τους, με σταθερό τον παρακάτω τρόπο: η Stefania ήταν το "κακό παιδί" που "υποστηρίχτηκε σε πολλές στιγμές της ζωής της, εφηβεία, σπουδές, σχέσεις, γάμους, διαφορετικά θα ήταν στο δρόμο". Η Stefania   απολάμβανε το συγκεκριμένο άσυλο με μοναδικό τρόπο. Ο πατέρας έχει πεθάνει μετά από χρόνια ασθένεια. Με τη μητέρα διατηρούσε σχέση αμφιθυμίας και εξάρτησης. Η μητέρα είχε συνεχή παράπονα και προσδοκίες από τη Stefania και ήταν ο πρώτος αποδέκτης της διαλυμένης ζωής της.


Στις αρχικές συναντήσεις μας, η Stefania διατηρούσε μια στάση ιδιαίτερα απόμακρη. Δεν ανεχόταν κανενός είδους σύνδεση. Ήταν σαν να την είχαν φέρει και να την είχαν "αφήσει σ’ εμένα". Σε κάθε μου παρέμβαση, αυτήν την περίοδο, είχα την αίσθηση ότι αντιδρούσε έντονα ή απόμακρα, σαν να μην έπρεπε να διαταράσσω αυτό που ήταν μέσα στο δωμάτιο. Όταν κατορθώναμε να επικοινωνήσουμε, είχα την αίσθηση ενός ήρωα αστυνομικού μυθιστορήματος της Higsmith (του κ. Ripley). Έλεγε ό,τι ήθελα να ακούσω, ωσάν οι επιθυμίες της να χάνονταν και να διαχέονταν ανάμεσα στις επιθυμίες των άλλων, ακόμα και εμού του ιδίου, ως επαγγελματία.


Αισθανόμουν ότι είχα να κάνω με πολλούς ανθρώπους, μόνο που οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν ακριβώς εκεί. Είχα την εντύπωση ότι, σχεδόν συνειδητά, ένα μέρος της δεν ήθελε να μου μιλήσει, σαν να ήταν σταλμένη από μητέρα, αδέλφια και ψυχίατρο, ενώ εκείνη δεν ήθελε… Σε κάθε διερευνητική ερώτησή μου, έδινε μια απάντηση που ήταν σαν να μιλάει κάποιος για κάποιον άλλο. Από τις λίγες στιγμές που ένοιωθα ελάχιστα τη Stefania εκεί, ήταν οι στιγμές που μεγάλωνε και η καταθλιπτική της διάθεση. Το πρώτο στοιχείο που σκέφτηκα ήταν ότι η εγγύτητα μεγαλώνει τη μοναξιά της Stefania.  


Ζητούσε βοήθεια λέγοντας ότι "έχει προβλήματα και θα ήθελε να τα αντιμετωπίσει", αλλά σε μη λεκτικό επίπεδο έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται για τίποτα. Είχε σταθερά μια υποβόσκουσα ειρωνική συμπεριφορά, ενώ από την αντιμεταβίβασή μου είχα το συναίσθημα της μοναξιάς πολύ έντονο.


Από την απόκλιση των τριών καναλιών επικοινωνίας, σκεπτόμουν ότι η Stefania έχει οριακή οργάνωση προσωπικότητας και ο βασικός τρόπος επικοινωνίας είναι το μη λεκτικό κανάλι και η αντιμεταβίβαση (Clarkin, Yeomans & Kernberg, 1999).


Ήταν μάλλον ανώφελο να προσπαθήσω να κάνω μια διαγνωστική κατηγοριοποίηση του είδους της οργάνωσης προσωπικότητας (Είχα την αίσθηση ότι ήταν σαν να σκέφτομαι σε ποιο σχολείο θα πάει ένα παιδί που δεν τρώει ή κλαίει ασταμάτητα). Σε οποιαδήποτε παρέμβασή μου, θα είχα να κάνω είτε με πρόσωπα με τα οποία δεν μπορούσα να συνομιλήσω, ή με μια αυστηρή γυναίκα χωρίς κανένα συναίσθημα για το αποτέλεσμα των πράξεών της και για ό,τι της είχε συμβεί (π.χ. συζυγικές δυσκολίες και επανειλημμένες ατυχείς προσπάθειες τεχνητής γονιμοποίησης, πρώιμο ιστορικό), ή με μια βοηθό του σπιτιού (που μιλάει, αλλά δε συμμετέχει), ή με ένα μικρό κοριτσάκι (που δεν μπορεί να μιλήσει).  


Μου παρέθετε στοιχεία από το ιστορικό της, αλλά μάλλον κενά από συναισθηματική ζωή, και χωρίς προσπάθεια να επικοινωνήσει πραγματικά. Οι γονείς έφυγαν ξαφνικά από την Ελλάδα, ένα χρόνο αφότου γεννήθηκε η ασθενής (πρώτα ο πατέρας και μετά η μητέρα). Η ασθενής έμεινε για λίγο καιρό με την θεία της, η οποία έκτοτε δεν απέκτησε ποτέ παιδιά. Μετά, ακολούθησε τους γονείς στο εξωτερικό και επέστρεψε στην Αθήνα κατά την εφηβεία…περίοδος πολύ δύσκολη για την ασθενή, που συνοδεύτηκε από διαταραχές της συμπεριφοράς και την έναρξη της ασθένειας του πατέρα. Γεγονότα πολύ σημαντικά και λόγω των πολιτικών αναφορών, στις οποίες η ασθενής δεν έδινε καμία βαρύτητα. Ο πατέρας είχε χάσει μια πολύ σημαντική πολιτική θέση.    


Προσπαθούσα να μείνω πιστός στην τεχνική μου, αλλά η εμπειρία μου ερχόταν σε αντίθεση. Από την πλευρά της τεχνικής, έπρεπε να διερευνήσω την παθολογική οργάνωση της προσωπικότητας και, από την άλλη, αισθανόμουν ότι το μόνο που πρέπει να κάνω σε αυτήν την ασθενή είναι να "ανοίξω" την πόρτα μου, αφού με κάποιο τρόπο βρέθηκε εκεί. Αισθανόμουν μάλλον να μην ξέρω τι να κάνω, σαν να είχα βρει τον μπελά μου που υπάρχω γι’ αυτήν. Αισθανόμουν την τεχνική μου ανεπαρκή και χωρίς ελπίδα για τη Stefania.


Η Melanie Klein (1963) αναφέρει ότι "μια ικανοποιητική σχέση με τη μητέρα προϋποθέτει μια στενή επαφή ανάμεσα στο ασυνείδητο της μητέρας και του παιδιού". Κατά την Klein, "η βασική συνθήκη για να μπορέσει το παιδί να έχει μια ολοκληρωμένη εμπειρία είναι ότι το καταλαβαίνουν στην προλεκτική περίοδο και αυτό είναι μια προϋπόθεση για να μπορεί να αντλεί κάποιος ικανοποίηση επικοινωνώντας με σκέψεις και συναισθήματα σε κάποιο οικείο πρόσωπο. Παρόλα αυτά, μένει πάντα η νοσταλγία για μια κατανόηση χωρίς τη χρήση γλώσσας –σε τελευταία ανάλυση, η νοσταλγία της πρωταρχικής σχέσης με τη μητέρα. Αυτή η επιθυμία δημιουργεί την αίσθηση της μοναξιάς, η οποία προέρχεται από το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι έχουμε υποστεί μία απώλεια ανεπανόρθωτη".


Η Stefania έμοιαζε να μη θέλει να επικοινωνήσει μαζί μου σε τίποτα. Έμοιαζε να μην έχει ελπίδα για τίποτα.


Η Άννα Ποταμιάνου (1993) λέει για αυτούς τους ασθενείς "το "νέο" καταγράφεται ως παντελώς άγνωστο, καθιστώντας τα πράγματα και τις καταστάσεις μη οικείες, λόγω των τομών, των ρήξεων και των διαφοροποιήσεων τις οποίες εισάγει και οι οποίες διαταράσσουν τη ναρκισσιστική παντοδυναμία…" και συνεχίζει "ωστόσο νομίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι η αλλαγή καθ’ εαυτή,  το πρόβλημα σε αυτούς τους ασθενείς είναι ο τρόμος για την ψυχική κινητοποίηση που απαιτεί επιπλέον λιβιδινικές επενδύσεις, δηλαδή ανάλωση ενέργειας σε συνδέσεις με το αντικείμενο και για ναρκισσιστικές συνδέσεις, μιας ενέργειας την οποία αισθάνονται ότι δε διαθέτουν…το ζήτημα είναι να ενταχθούν στο Εγώ στοιχεία των καινούργιων τρόπων διαδράσεως με το εξωτερικό περιβάλλον και με τις σημαίνουσες σχέσεις της ενδοψυχικής πραγματικότητας, επομένως να πραγματοποιηθούν επενδύσεις, οι οποίες σημαδεύουν τη διαφορά ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο, στο προβλεπόμενο και το απρόβλεπτο, στο παλιό και το νέο".  


Η  Θάλεια Βεργοπούλου (2000) μιλάει για τέτοιους ασθενείς λέγοντας "η αυτιστική απόσυρση θα αποσκοπούσε στην αποφυγή κάθε συνειδητοποίησης της "μαύρης τρύπας" των αποχωρισμών, των αναχωρήσεων και, τέλος, του θανάτου. Παρόλα αυτά, αυτή η εκδήλωση αντι-ζωής, αυτή η αντιεπένδυση δεν είναι ο θάνατος ούτε ο ψυχικός θάνατος, αλλά μάλλον μια αυταπάτη αυτάρκειας, η οποία επέτρεψε σε αυτούς τους ασθενείς να κατασκευάσουν ένα φανταστικό κόσμο που τους περιβάλλει σαν κάψουλα, πράγμα που θεωρούν ότι είναι η πραγματική αίσθηση της ταυτότητάς τους, όντας προστατευμένοι απ’ τον εξωτερικό κόσμο".


Νομίζω ότι η Stefania παρουσίαζε ένα αμυντικό σύστημα ψυχικού καταφυγίου τύπου κατά Steiner (1993), που έχει τη λειτουργία να προφυλάξει την ασθενή από την επαφή με τους άλλους και την πραγματικότητα. Η απομόνωση αυτή έφερνε προσωρινή ανακούφιση, αλλά η Stefania βρισκόταν σε κατάσταση οδυνηρή, όταν τα συναισθήματα αγάπης έμπαιναν στην ψυχική σκηνή και δημιουργούσαν πόνο και μοναξιά.


Κατά την Tustin (1986), το αυτιστικό τμήμα της προσωπικότητας είναι το αγνοημένο τμήμα της παιδικής εμπειρίας, το οποίο δεν κατάφερε να βιωθεί, επειδή ο σωματικός αποχωρισμός από τη μητέρα βιώθηκε σαν καταστροφή.


Στην αρχική περίοδο συνεργασίας με τη Stefania, ο Μηχανισμός της προβλητικής ταύτισης, ο οποίος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου ως περιέχοντος αντικειμένου, δεν ήταν τόσο χρήσιμος. Απλώς τον χρησιμοποιούσε σαν επανάληψη στον τρόμο του άγνωστου. Ήμουν ένα αντικείμενο, αλλά χωρίς καμία περιέχουσα λειτουργία και οι παρεμβάσεις μου την έκαναν να μαζεύεται σε έναν "ακατονόμαστο τρόμο" (Bion).


Η προβλητική ταύτιση υπήρξε μια σύλληψη της Klein (1946, 1955), που θέλησε να περιγράψει ένα μηχανισμό μέσω του οποίου απελευθερώνεται ο ψυχισμός από τα άγχη του, εξωθώντας τα έξω και βάζοντάς τα μέσα σε κάποιον άλλο, που γίνεται ο υποδοχέας αυτής της διαδικασίας.


Ο Racher (1968), ο Rosenfeld (1987) και, ο Ogden (1982) προτείνουν μια διαπροσωπική διάσταση της διαδικασίας. Ο Bion δίνει στην προβλητική ταύτιση το χαρακτήρα που έχει υιοθετηθεί από τη σύγχρονη ψυχαναλυτική σκέψη.


Ο Bion τοποθετεί την προβλητική ταύτιση στο μοντέλο του "περιέχοντος-περιεχομένου". Με άλλα λόγια, το μωρό απελευθερώνεται προβλητικά από συναισθήματα και μη ανεκτές εσωτερικές καταστάσεις και, έτσι, διευκολύνει την εμπερίεξή τους από την πλευρά της μητέρας. Αυτά τα συναισθήματα αποτοξινώνονται και μεταβολίζονται από τη μητέρα και στη συνέχεια επαναενδοβάλλονται από το μωρό, ικανό τώρα να τα αντιληφθεί με ένα πιο συνολικό τρόπο, χάρη στην ταύτισή του με τη μητέρα. Ο Bion είναι κατηγορηματικός ότι, πέραν της ασυνείδητης φαντασίωσης του υποκειμένου που προβάλλει, λαμβάνει χώρα και μια διαπροσωπική αλληλεπίδραση, στα πλαίσια της οποίας, όπως αναδύεται στην αναλυτική διαδικασία, ο αναλυτής αισθάνεται πραγματικά υποχρεωμένος να πάρει ένα ρόλο στην φαντασία του ασθενούς.


Κατά το Ferro (1992), η έννοια της προβλητικής ταύτισης στον Bion έχει μια άλλη προοπτική από την αρχική της σύλληψη και θεωρείται η βασική δραστηριότητα του ανθρώπινου ψυχισμού για να επικοινωνεί (εκφράζει) συναισθήματα.


Αν δεχτούμε ότι η προβλητική ταύτιση προϋποθέτει μια διαπροσωπική πίεση και όχι κάποια μυστήρια ψυχική ανταλλαγή έχουμε την πεποίθηση ότι η διαδικασία προϋποθέτει μια σύνδεση, "ένα γάντζωμα" στο εσωτερικό αυτού που εμπεριέχει, ώστε η προβολή να γίνει δυνατή (Gabbard, 1996). Με άλλα λόγια, οι άμυνες, οι προσωπικές συγκρούσεις και οι αστερισμοί του εαυτού–αντικειμένου και τα συναισθήματα του εσωτερικού κόσμου αυτού που δέχεται την προβολή (θεραπευτή) καθορίζουν εάν θα υπάρχει μία καλή συνάφεια ανάμεσα στην προβολή και σε αυτόν που την εμπεριέχει.


Ο Bion (1967) υπογραμμίζει τη σημασία του να αντιμετωπίζεις το υλικό του ασθενούς σε σχέση με το δυναμικό του (μνήμη), χωρίς εκ των προτέρων ιδέες (προέννοιες) και χωρίς επιθυμίες σε σχέση με το υλικό, τη λειτουργικότητα και την εμπειρία, που δεν συνδέονται με τον ασθενή.


Ο Ferro (1992) αναφέρει ότι η βιαιότητα της προβλητικής ταύτισης είναι σχετική με την ευθραυστότητα ή τη σταθερότητα αυτού που εμπεριέχει, όταν στη διαδικασία της πρόσληψης μπορεί να σπάσει ή να γίνει ικανός να την τροποποιήσει. Γι’ αυτό, αναφέρεται σε ένα "συναισθηματικό ολόγραμμα" και ένα λειτουργικό άθροισμα που δομεί τη σχέση.


Νομίζω ότι η προβλητική ταύτιση δεν είναι μόνο το μέσο με το οποίο ο ασθενής δημιουργεί την αντιμεταβίβαση στον θεραπευτή, αλλά βρίσκεται στη βάση των μετασχηματιστικών λειτουργιών, γιατί το υποκείμενο μπαίνει σε σχέση με το αντικείμενο όχι σαν να είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο με τα χαρακτηριστικά του, αλλά σαν να είναι σε σχέση με τον εαυτό του. Η προβλητική ταύτιση είναι ο κατάσκοπος σε ένα παιχνίδι στρατηγικής της ενόρμησης ζωής με την ενόρμηση θανάτου.


Πρακτικά, η Stefania είχε αρκετές συνεργασίες με προηγούμενους συναδέλφους, αλλά και προσπάθειες στο πλαίσιο του γάμου της να μείνει έγκυος μέσω τεχνητής γονιμοποίησης, χωρίς αποτέλεσμα. Προσπάθειες οδυνηρές. Όμως, στην ερώτηση μου αν επιθυμεί ένα παιδί, απάντησε ότι δε θέλει παιδιά και δεν πλησιάζει ποτέ παιδιά και άλλα σχόλια, όπως "τα παιδιά δεν υπάρχουν για μένα, ούτε να ασχολούμαι  μ’ αρέσει…μου είναι αδιάφορα .." κτλ.


Η Pick (1985) αναφέρει ότι ορισμένοι ασθενείς "στην πραγματικότητα ακούν μόνο τον τόνο της φωνής και μοιάζει να μην ακούνε τις λέξεις". Έτσι και εδώ, όμως τι άκουγε η ασθενής δεν είχα καταλάβει. Αλλά αισθανόμουν στην αντιμεταβίβασή μου μάλλον μοναξιά και δυσαρέσκεια, συναισθήματα που η Stefania δεν αισθανόταν. Δυσαρέσκεια που εκείνη δεν αισθανόταν για κανέναν, ούτε για το σύζυγο που, όπως έλεγε, "δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, παρόλα αυτά την υποχρέωσε σε αλλεπάλληλες διαδικασίες τεχνητής γονιμοποίησης επειδή ήθελε εκείνος". Στις επόμενες συνεδρίες, συνέχισε να μου επαναλαμβάνει ότι τα παιδιά δεν "της πάνε", δεν τα θέλει. Έκανε και σχόλια πολύ ωμά για τα παιδιά και η στάση της ήταν "είναι ανώφελο να ασχολείστε με εμένα…παιδιά έχουν οι αδελφές  μου".


Η  Pick (1985) λέει ότι "ο ασθενής δεν περιορίζεται να κάνει προβολές στον αναλυτή, αλλά έχει τη μεγάλη ικανότητα να κατευθύνει τις προβολές σε ιδιαίτερες πλευρές του αναλυτή". Η Stefania είχε καταφέρει να διεισδύσει σε βαθιά υπερ-εγωτικά μου άγχη ότι τα ελαττώματα μου θα μπορούσαν να βλάψουν ένα παιδί, καθώς και στις επιθυμίες "τα μωρά να μην είναι ταλαιπωρία" και στις άμυνες ενάντια σε αυτές.


Κατά την B. Joseph (1985), κεντρικός στόχος είναι να ανακαλύψουμε πού βρίσκεται η ζωτικής σημασίας επαφή, συναισθηματική και άμεση, ανάμεσα στο θεραπευτή και τον ασθενή, γιατί αυτό είναι ουσιαστική προϋπόθεση για την πραγματική κατανόηση. Η Joseph στο κείμενό της για την τεχνική "Η μεταβίβαση μια συνολική κατάσταση" αναφέρει: "η έννοια της μεταβίβασης πρέπει να εμπεριέχει όλα όσα ο ασθενής φέρνει στη σχέση. Αυτά που φέρνει στη σχέση ο ασθενής μπορούν να εκτιμηθούν καλύτερα με το να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο τι συμβαίνει μέσα στη σχέση, πώς ο ασθενής χρησιμοποιεί τον αναλυτή κατά μήκος και πέρα από αυτό που λέει".


Ένοιωθα την αντίθεση στην αντιμεταβίβαση: γιατί αυτή η ασθενής απεχθάνεται τα παιδιά, ενώ εγώ την ίδια στιγμή είχα την πίστη ότι ένα παιδί μπορεί να μην είναι βάρος. Έτσι, δεν άκουγα και, σχεδόν, της "έκλεινα το στόμα" με τα σχόλια μου, ότι για τη Stefania δεν υπήρχε ελπίδα ένα παιδί να είναι λιγότερο ταλαιπωρία για τον εαυτό του ή τους άλλους και μάλλον αυτό με έκανε να αισθάνομαι λιγότερο διασπασμένος. Ωστόσο, είχα μεγάλο ενδιαφέρον να έρθει η ασθενής, την περίμενα να ακούσω τι θα μου πει, περισσότερο από ό,τι εκείνη τον εαυτό της. Σαν να της "δάνειζα ελπίδα".


Σύμφωνα με το Σαββόπουλο (2003), "στη θεραπευτική αυτή σχέση, πολλές φορές, η απάντηση του αναλυτή με την αντιμεταβίβαση είναι εκείνη που τότε όφειλε να λάβει χώρα από τη μεριά του αντικειμένου".


Η Klein (1963) υποστηρίζει ότι "υπάρχει πάντα μια στενή σχέση ανάμεσα στην ικανότητα να δέχεσαι και στην ικανότητα να παίρνεις…και τα δύο σχετίζονται με το καλό αντικείμενο, αντισταθμίζοντας την αίσθηση της μοναξιάς".


Η Αννα Ποταμιάνου (1993) αναφέρει: "σύμφωνα με την Klein θα μιλούσαμε για εσωτερίκευση ενός στήθους-τροφοδότη, θεωρώντας ότι το συναίσθημα της ελπίδας, που συντηρεί την αυταπάτη, αναπτύσσεται ξεκινώντας από τις πρώτες εμπειρίες οι οποίες δε βιώθηκαν ως απουσία του διαθέσιμου στήθους. Πράγματι, η ανάπτυξη της ελπίδας προϋποθέτει ότι η απληστία που απαγορεύει την αναμονή δεν έχει εγκατασταθεί ως άμυνα εναντίον ενός ανυπόφορου εσωτερικού κενού. Το να ελπίζει κανείς προϋποθέτει την ιδέα ενός στήθους που μπορεί να βρεθεί, το οποίο αντιτίθεται στο μη-στήθος, στην ανυπαρξία του στήθους ή στην κατακερματίζουσα καταστροφή του άλλου και του εαυτού".


Σε εκείνο το σημείο, άρχισα να αναρωτιέμαι εάν βοηθάω τη Stefania ή νομίζω ότι τη βοηθάω. Μάλλον κατάλαβα ότι η επικοινωνία της Stefania χωρίς ελπίδα δε μου ήταν οικεία. Ήθελα να μου είναι οικεία: θα ήθελα τα παιδιά να είναι ευτυχισμένα και να έχει "πιάσει τόπο" η φροντίδα των γονέων και αρνιόμουν να την περιέξω, αρνούμενος οδυνηρά κομμάτια της παιδικής μου ηλικίας.


Η Klein (1963) υποστηρίζει ότι "όσες προόδους και να κάνει η απαρτίωση, που είναι αυτή που διαλύει το μίσος διαμέσου της αγάπης, δεν μπορεί να εξαφανίσει την αίσθηση ότι ορισμένες πλευρές του Εαυτού δεν είναι διαθέσιμες γιατί έχουν αποκοπεί οριστικά. Ορισμένες από αυτές τις πλευρές αποσχίζονται και προβάλλονται σε άλλα πρόσωπα…στη ζωή υπάρχει μια συνεχής αμοιβαία δράση ανάμεσα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες που βασίζονται στις διαδικασίες προβολής και ενδοβολής που παράγουν τις αντικειμενότροπες σχέσεις".


Η Silvia Vegetti Finzi (2006) παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τον Bion, "το σχετίζεσθαι συνεπάγεται την πανταχού παρουσία μιας ψυχωτικής διάστασης".


Τότε άρχισα να καταλαβαίνω ότι η ασθενής με κάποιο τρόπο έβαζε μέσα μου, μέσω προβλητικών ταυτίσεων, μέρος της σχέση που είχε με τη μητέρα. Το μέρος της σχέσης αυτής είχε από εμένα χαθεί. Η ασθενής πετύχαινε να έχει μια απάντηση από μένα που συμφωνούσε με τις ανάγκες και τις φαντασίες της, μια διαδραμάτιση (enactment) στο Παρόν Ασυνείδητο (Χαρτοκόλλης, 2004). Της έλεγα πόσο τυχερή πρέπει να νοιώθει, χωρίς να της επιτρέπω να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της και να την εμπεριέξω, με μια Reverie των πλευρών της μοναξιάς. Η μοναξιά είχε επικρατήσει και στη σχέση της μαζί μου. Ασυνείδητα προσπαθούσαμε να ζήσουμε στη Μοναξιά.


Κατά τον Bion, ο αναλυτής και ο αναλυόμενος έχουν φόβο για την εμπειρία αλλαγής και την εξέλιξη που αυτή παράγει. Στη διάρκεια της αναλυτικής διαδικασίας, πραγματοποιούνται μικρές καταστροφές στον ψυχισμό και των δύο.


2. Κατά τη 2η αυτή περίοδο, η ασθενής μάλλον είχε αρχίσει, μετά την πρώτη βελτίωση, να έχει ξανά συμπεριφορές διαταραγμένες, ενώ η προσπάθειά μου να συνδέσω το γεγονός αυτό με την "εγκατάσταση" της σχέσης μαζί μου και τη μεταβίβαση, αυτού που νόμιζα ως μεταβίβαση, και η προσπάθειά μου να τη ρωτήσω τι συναισθήματα μπορεί να δοκιμάζει μαζί μου μεγάλωναν τις εκδραματίσεις. Είχα αρχίσει να χάνω το κουράγιο μου, αλλά παραδόξως όχι το ενδιαφέρον μου στο να έρθει η Stefania. Την περίμενα πάντα με σχετική σταθερότητα και ψυχραιμία, αν και η άστατη ζωή και οι καταστροφικές της συμπεριφορές είχαν αρχίσει να επανέρχονται.


Την περίοδο αυτή, κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας της εβδομάδας, (την παρακολουθούσα για 6 χρόνια, με συχνότητα 3 φορές την εβδομάδα), συνέβη κάποιο περιστατικό: κάποιος θόρυβος, φωνές, μικρο-πανηγυρισμοί από αγώνα ποδοσφαίρου. Στιγμιαία, διαταράχθηκε το πλαίσιο και εγώ σκεφτόμουν με μεγάλο ενδιαφέρον τι είχε συμβεί έξω και όχι μέσα στο δωμάτιο. Η αναστάτωση του πλαισίου μου έδωσε μικρή ανάσα στη συνεδρία. Σκέφτηκα το ποδόσφαιρο, την  αγαπημένη  παιδική μου ενασχόληση με την ομάδα, σαν αντιστάθμιση των δυσκολιών, των δικών μου παιδικών δυσκολιών.  Ήρθαν στο νου μου διάφορες σκέψεις και φαντασίες που έκανα παιδί. Σκέψεις που μου είχαν φέρει στο νου όλο το μυθικό κόσμο του ποδοσφαίρου, αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων και τη σύνδεση μου με αυτές, αλλά και το μεγάλο μου ενδιαφέρον για τους λαϊκούς αυτούς ήρωες. Ήρωες που για μένα ήταν μυθικότεροι όλων. Διάβαζα ό,τι υπήρχε για την αγαπημένη μου ασχολία. Αυτές οι σκέψεις με έκαναν να καταλάβω ότι, στην αρχική μου προσπάθεια να βοηθήσω τη Stefania, ήταν σαν να "πανηγυρίζω σε ένα παιχνίδι στο οποίο η Stefania δεν ήταν πουθενά". Βαθμιαία, ξανασκέφτηκα αυτό και σε τι εξυπηρετούσε όλη αυτή την ψυχική μου δραστηριότητα, ερχόμενος μάλλον σε επαφή με το αντίδοτο της μοναξιάς μου και της προσωποποίησής του, σαν αναγκαίο στάδιο για να νοιώσω τη μοναξιά της Stefania και να αντέξει εκείνη τη δικής της. Αν δεν υπάρχει ψυχικός πόνος και δεν υπάρχει ανοχή στον πόνο αυτό, εκλείπουν οι προϋποθέσεις για τις διεργασίες της σκέψης. Πράγματι, μια σκέψη αντικαθιστά ένα αντικείμενο…το άτομο διατηρεί τη σκέψη, μόνο αν είναι ικανό να ανεχθεί τον πόνο. Διαφορετικά, η σκέψη θα γίνει ένα απόν αντικείμενο…μια επίθεση στους δεσμούς, που επιφέρει και επίθεση στη σκέψη και την αλήθεια.  


Μία από τις αναμνήσεις αυτής της περιόδου ήταν όταν περίμενα την Παρασκευή να πάρω ένα μικρό περιοδικό, με ήρωα το "μαύρο φτερό". Ένα ξυπόλυτο τσιγγανάκι, μαυριδερό και βρώμικο, που όμως φτάνει στην κορυφή της Ευρώπης με την ομάδα του και που έτσι, ο μύθος λέει, τον ανακαλύπτουν οι φυσικοί του γονείς, οι οποίοι τον είχαν χάσει όταν γεννήθηκε. Οι γονείς του ήταν ευγενικής καταγωγής, αλλά και πολύ δυστυχισμένοι.


Κατά τον Bion, η αγάπη της μητέρας εκφράζεται μόνο μέσω της ονειροπόλησης. Η ικανότητα ονειροπόλησης της μητέρας (περιέχον) θεωρείται αναπόσπαστη από το περιεχόμενο, διότι είναι εμφανές ότι το περιεχόμενο εξαρτάται από αυτήν.


Κατά το Ferro (1992), "όλη η εργασία της ανάλυσης βασίζεται στην χρήση των reverie του αναλυτή, στην αποδοχή, στο μεταβολισμό, στο μετασχηματισμό και στο να καταστούν διαθέσιμα για σκέψη τα άγχη, οι αγωνίες και οι προβλητικές ταυτίσεις του ασθενούς, γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κίνηση στο δωμάτιο της ανάλυσης που να μην περιλαμβάνει τη reverie του αναλυτή". Η Reverie, κατά το Ferro (2006), είναι το κλειδί της ψυχικής μας ζωής, από τη λειτουργία ή τη δυσλειτουργία της οποίας εξαρτώνται η υγεία, η ασθένεια και ο ψυχικός πόνος.


Την ίδια περίοδο, η Stefania, για πρώτη φορά, μου ανέφερε ένα όνειρο: "είδα ένα πράγμα ένα μαύρο πράγμα…ήταν πάνω σε ένα κρεβάτι διπλό…ήταν εκεί, υπήρχε…δεν ξέρω τι ήταν…πάντως, υπήρχε εκεί, δεν έφευγε…υπήρχαν και άλλοι…υπήρχαν και άλλα παιδιά…δεν μπορώ να πω πόσων ετών ήμουν. Οι άλλοι πήγαιναν και ερχόντουσαν, το μαύρο έμενε. Τεράστιο, ήταν τεράστιο. Νομίζω ότι έμοιαζε…νομίζω ότι ήταν σαν τον σκύλο του "φίλου" του πατέρα μου, ήταν μαύρος, δεν ήταν από την αρχή του ονείρου αυτός, γινόταν σιγά σιγά…παίζαμε, όταν είχα πάει στην πόλη Β. (πόλη 1ος σταθμός). Οι άλλοι έτρεχαν, εγώ έμενα μόνη μαζί του…δε φοβόμουν, ήταν καλός…από τα λίγα πράγματα που θυμάμαι…".


Ο Ferro (1992) αναφέρει ότι "τα όνειρα μπορούν να θεωρηθούν σαν ένα είδος χάρτη του πως πήγαν τα πράγματα τη συγκεκριμένη στιγμή, μπορούν να θεωρηθούν στο πλαίσιο της λειτουργίας της επικοινωνίας, με την ελπίδα ο θεραπευτής να καταλάβει τι συμβαίνει μεταξύ δύο ψυχικών ζωών".


Είχα αρχίσει να αισθάνομαι ότι με την ασθενή μπορούμε να επικοινωνούμε, ότι είμαστε περισσότερο σε "συμφωνία" (unisono) και η διαδικασία δεν ήταν στον "αέρα".


3. Σε μια επόμενη περίοδο, όταν η Stefania είχε εγκαταστήσει μια αρκετά σταθερή ζωή, μου ανέφερε ένα όνειρο: "ονειρεύτηκα το σχολείο που πήγαινα στην πόλη Β.…το ονειρεύτηκα. Μάλλον ήμουν μεγάλη και έκλαιγα, έκλαιγα πολύ. Ήμουν σε μια τάξη με άλλα παιδιά…παιδιά διαφόρων ηλικιών…δεν ξέρω γιατί…μόνο έκλαιγα, αλλά δεν ξύπνησα. Το πρωί σηκώθηκα καλά. Το θυμήθηκα, ήθελα να σας το πω, αλλά δεν ξέρω γιατί, είναι μόνο αυτό…όταν φύγαμε...από τη Β., έστειλαν οι γονείς μας και μας πήραν όλους…φώναξαν έξω την δασκάλα και την ενημέρωσαν…..όταν μπήκε στην τάξη έκλαιγε, έκλαιγε, δεν καταλάβαινα γιατί με πήρε αγκαλιά και δεν με άφηνε…δεν ξέρω τι να πω".


Κατά τη γνώμη μου, ο Ferro προτείνει ότι ο αναλυτής πρέπει να περάσει από μέσα του και μέσα από τα όνειρα του, τους φόβους, το συναίσθημα ανικανότητας, το συναίσθημα θυμού: Αυτό σημαίνει ότι ενώ ο ασθενής είναι στο δωμάτιο, ζει ή δε ζει κάποια πράγματα, ο αναλυτής τα ζει και ο ίδιος. Στην πρώτη του ψυχική επεξεργασία, ο αναλυτής είναι όμηρος των προβλητικών ταυτίσεων του ασθενούς. Σε μια δεύτερη φάση, ο αναλυτής δε μένει όμηρος, αλλά μην μπορώντας αρχικά να διακρίνει πού είναι η προβολή ή από πού προέρχεται η προβολή ακριβώς, μετασχηματίζει ό,τι τον έχει "μολύνει" (όνειρα, φόβους, συγκινήσεις).


Για ορισμένα άτομα, η ψυχαναλυτική εργασία δεν επικεντρώνεται τόσο στην απώθηση ούτε στη σχάση, όσο στην επέκταση του βάθους (Klein, 1963). Η επέκταση αυτή δεν έχει πραγματοποιηθεί, λόγω του ότι η διεύρυνση ενός εσωτερικού χώρου σχετίζεται με μια ειδική σχέση με τη μητέρα, που "προϋποθέτει μια στενή σχέση του ασυνειδήτου της μητέρας με το ασυνείδητό του παιδιού". Έτσι, κατά την Klein (1950), στόχος της ανάλυσης είναι όχι μόνο ένα δυνατό Εγώ, αλλά και ένα Εγώ με επέκταση του βάθους του, που είναι αναγκαίο για τη δυνατότητα να αγαπάμε και να έχουμε ικανοποιητικές σχέσεις με τα αντικείμενα.


O Ogden (1994) αναφέρει ότι "η ανάλυση δεν είναι απλά μια μέθοδος για να ανακαλύψεις αυτό που είναι κρυμμένο. Είναι κάτι πιο σημαντικό, μια διαδικασία που δημιουργεί το αναλυτικό υποκείμενο που δεν υπήρχε πριν. Η ιστορία του αναλυομένου δεν ανακαλύπτεται, αλλά δημιουργείται".


Κατά το Ferro (1996), η συνάντηση αποτελεί το πλαίσιο κατασκευής ενός τόπου για να σκεφτόμαστε τις σκέψεις, μια εργασία πάνω σε αυτό που περιέχει και όχι στα περιεχόμενα.


Με τον Bion, όπως υπογραμμίζει ο Ferro (2002), μπορούμε να σκεφτούμε ότι κάθε ψυχισμός, στη γέννηση του, έχει ανάγκη έναν άλλο ψυχισμό για να αναπτυχθεί. Αυτό γίνεται διαμέσου προβολών και ενδοβολών. Άγχη εκκενώνονται στον ψυχισμό της μητέρας (προβλητική ταύτιση), όπου υφίστανται επεξεργασία, εξημερώνονται και δίνονται ως σχηματοποιημένα πλέον στοιχεία (στοιχεία α), μαζί με τη μέθοδο (λειτουργία α), τη Reverie. 


Η Reverie, κατά τον Ogden (1994), προσεγγίζεται σα μια ψυχική κατάσταση που είναι, την ίδια στιγμή, ένα γεγονός εξαιρετικά ιδιωτικό, αλλά και δι-υποκειμενικό, ενώ η προβλητική ταύτιση συμπεριλαβάνει τη δημιουργία μιας gestalt, πιο διευρυμένης και πιο γόνιμης, την οποία κανένας από τους δύο συμμετέχοντες (απομονωμένος από τον άλλο) δε θα μπορούσε να γεννήσει μόνος του.


Αυτό μπορεί να γίνει με τη συνεχή παρατήρηση και το πλησίασμα των δύο ψυχισμών. Γιατί το πλησίασμα πρέπει να είναι ένα ψυχικός τρόπος ζευγαρώματος, που γεννάει συνεχώς νόημα.


Η διεργασία αυτή απαντάται στη θεωρία του Bion για τη Σκέψη: για τον Bion, προκειμένου να γεννηθεί μια σκέψη, πρέπει να γίνει μια συνάντηση ανάμεσα σε μια προσύλληψη και μια πραγματοποίηση, από την οποία θα προκύψει μια έννοια, στο πλαίσιο του Περιέχοντος–περιεχομένου.     


Διαμέσου αυτού του τρόπου, γίνεται μια "σύνδεση" μεταξύ δύο αντικειμένων, μια σύνδεση που είναι ικανή να μας φέρει στην έννοια της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας που είναι προϊόν της "εκμάθησης μέσω της εμπειρίας" και όχι μιας πραγματικότητας που χρησιμοποιεί τα αισθητήρια όργανα ως όργανα των αισθήσεων του συγκινησιακού κόσμου. Διαφορετικά, ο κόσμος των συγκινήσεων μετατρέπεται σε κόσμο των πραγμάτων (λευκή ψύχωση), στα πλαίσια του οποίου δεν υπάρχει το όνειρο ή η ονειροπόληση για να σώσει την αλήθεια (Donnet & Green, 1973).


Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως σχολιάζει η Βεργοπούλου (2000), ότι, ενώ ο Freud προτείνει μια θεωρία της συνείδησης με δύο συστήματα, ο Bion προτείνει ένα σύστημα με τη μεταλλαγή της συγκινησιακής εμπειρίας σε λειτουργία άλφα, εφόσον το συνειδητό και το ασυνείδητό λειτουργούν ταυτόχρονα, σαν να ήταν διόφθαλμα και ικανά να συνδυασθούν και να αντικατοπτρίσουν το ένα το άλλο.


Κατά την Ποταμιάνου (1993), η παθολογία του Ναρκισσισμού στις μέρες μας δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια οριστικά οριοθετημένη κλινική οντότητα. Έτσι, κάθε ψυχαναλυτική εργασία πρέπει να αναγνωρίσει αυτό που ο Ogden αναφέρει ως "την ασύλληπτη φύση πάντοτε σε κίνηση και σε εξέλιξη της υποκειμενικότητας", αυτό που ο Kundera περιγράφει ως "την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι", ώστε οι θεραπευτικές απαντήσεις σε αυτές τις παθολογίες να έχουν ένα γόνιμο μετασχηματιστικό χαρακτήρα, ανοιχτές στη συνδιαλλαγή με το σκοτεινό, το μη αναπαραστάσιμο, το διαφορετικό και το ξένο μέσα μας (Ποταμιάνου, 1993).


Με αυτήν την πολύ σύντομη περιγραφή, θέλοντας να τονισθεί η οπτική της μεταβίβασης–αντιμεταβίβασης, προσπάθησα να δείξω ότι η θεραπεία μιας ασθενούς είχε μετασχηματιστικές επιπτώσεις και σε εμένα τον ίδιο, καθώς και ότι η απαίτηση για μη επιρροή από αυτές τις εμπειρίες της ασθενούς θα εκλαμβανόταν ωσάν ο πόνος της να μου είναι αδιάφορος και η καταστροφικότητά της χωρίς ελπίδα, αλλά κυρίως θα συνιστούσε μια επανάληψη του βιώματος της παιδικής υγιούς εξάρτησης ως καταστροφής για τους γονείς και για το θεραπευτή, και όχι ως ευκαιρίας να ξαναβρούν αποσχισμένα κομμάτια.


Νομίζω ότι η ψυχαναλυτική εργασία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την παραπάνω Μοναξιά, η οποία ίσως να βρίσκεται στη βάση της διεργασίας του Αρνητικού (Green, 1993), του Ναρκισσισμού ζωής, με την έννοια ότι, σε καθαρά κλινικό επίπεδο, ακολουθώντας τον Bion, η Ψυχαναλυτική Εργασία, ακόμα και όταν έχει ως σημεία αναφοράς τις αισθήσεις πρέπει να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από αυτές και την πραγματικότητα που παρέχουν, εάν θέλει να προσεγγίσει την πραγματικότητα των ασυνείδητων φαντασιώσεων που αντιστοιχούν σε αυτές.

 

Βιβλιογραφία

Βεργοπούλου, Θ. (2000). Μεταλλαγές: από το θεωρητικό στοχασμό στην ψυχαναλυτική διαδικασία. (μετάφραση: Δ. Τσαρμακλή). Αθήνα: εκδόσεις Καστανιώτη.

Bion, W. (1962). Learning from experience. Heinemann.

Bion, W. (1967). Notes on memory and desire. Psycho-Analytic Forum, Vol. 2, pp. 272-273, 279-280.

Bion, W. (1970). Attention and interpretation. Tavistock.

Clarkin, J. F., Yeomans, F. E. & Kernberg, O. F. (1999). Psychotherapy for borderline personality. Hoboken, NJ, US: John Wiley & Sons, Inc.

Donnet, J. L. & Green, A. (1973). L’enfant de ça. Psychanalyse d’un entretien: la psychose blanche. Paris: Éditions de Minuit.

Etchegoyen, H. (1986). Ifondameti della tecnica psicoanalitica. Roma: Astrolabio.

Ferro, A. (1992). La tecnica nella psicoanalisi infantile. Milan: Raffaello Cortina Editore. (Ελληνική έκδοση, 2006: Η Τεχνική στην Ψυχανάλυση των Παιδιών. Επιστημονική επιμέλεια–μετάφραση: Δ. Μαλιδέλης. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση).

Ferro, A. (1996). Nella stanza d’analisi. Milan: Raffaello Cortina Editore. (Υπό έκδοση: Νοόγραμμα Εκδοτική, Αθήνα, 2007).

Ferro, Α. (2002). Fattori di Malattia, Fattori di Guarigione. Milan: Raffaello Cortina Editore.

Ferro, A. (2006). Tecnica e creativita. Milan: Raffaello Cortina Editore.

Finzi, S. V. (2006). Ιστορία της ψυχανάλυσης. (επιστημονική επιμέλεια: Δ. Μαλιδέλης). Αθήνα: Νοόγραμμα εκδοτική.

Freud, S. (1912). The dynamics of transference. Standard Edition, Vol. 12, pp. 111-120. London: Hogarth Press, 1958.

Gabbard, G. (1996). Love and hate in the analytic setting. Northvale, NJ: Jason Aronson.

Green, A. (1993). Le travail du negative. Paris: Editions de Minuit.

Heimann, P. (1950). On counter-transference. International Journal of Psycho-Analysis, Vol. 31, pp. 81-84.

Joseph, B. (1985). Transference: the total situation. International Journal of Psychoanalysis, Vol. 66, pp. 447-454.

Klein, M. (1946). Notes on some schizoid mechanisms. International Journal of Psychoanalysis, Vol. 27, pp. 99-110.

Klein, M. (1950). On the criteria for the termination of a psycho-analysis. International Journal of Psychoanalysis, Vol. 31, pp. 78-80.

Klein, M. (1955). On Identification. In Μ. Klein, P. Heimann & R. Money-Kyrle (Eds) (1956), New directions in psychoanalysis, (pp. 309-345). Oxford, England: Basic Books.

Klein, M. (1963). On the sense of loneliness. Writings, vol. 3, pp. 300-313.

Lussana, P. (2005). Una ricognizione di "trasformazioni" di Bion. Rivista di Psicoanalisi, Vol. 3, pp. 883-892.

Meltzer, D. (1978). The Kleinian Development. London: Karnac Books.

Ogden, T. (1982). Projective identification and psychotherapeutic technique. New York: Jason Aronson. (Ελληνική έκδοση, 2004: Προβλητική Ταύτιση και Ψυχοθεραπευτική Τεχνική. Επιστημονική επιμέλεια: Δ. Μαλιδέλης. Αθήνα: Νοόγραμμα Εκδοτική).

Ogden, T. (1994). Subjects of analysis. Northvale, NJ: Jason Aronson.

Pick, I. B. (1985). Working through in the countertransference. International Journal of Psycho-Analysis, Vol. 66, pp. 157-166. Republished in E. B. Spillius (Ed) (1988), Melanie Klein today: Developments in theory and practice (Vol. 2: Mainly practice), (pp. 34-47). London: Routledge.

Ποταμιάνου, Ά. (1993). Ψυχική οικονομία και δυναμική στις οριακές καταστάσεις. (Επιμέλεια: Α. Αλεξανδρίδη, μετάφραση: Ε. Αστερίου). Αθήνα: εκδόσεις Χατζηνικολή.

Racker, H. (1968). Transference and countertransference. London: Hogarth Press.

Rosenfeld, H. (1987). Impasse and Interpretation. London & New York: Tavistock Publications.

Σαββόπουλος, Σ. (2003). Ψυχανάλυση και/ή ψυχοθεραπεία. Στο Χ. Ζερβής, Γ. Κωστούλας, Σ. Μανωλόπουλος, Α. Ποταμιάνου & Σ. Σαββόπουλος (επιμέλεια: Χ. Ζερβής), Πέντε ψυχαναλυτές μιλούν για τη σχέση ψυχανάλυσης και ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, (σελ. 25-37). Αθήνα: εκδόσεις Καστανιώτη.

Steiner, J. (1993). Psychic retreats: pathological organizations in psychotic, neurotic and borderline patients. London: Routledge.

Tustin, F. (1986). Autistic barriers in neurotic patients. London: Karnac.

Χαρτοκόλλης, Π. (2004). Βαριές διαταραχές προσωπικότητας: η δική μου θεραπευτική προσέγγιση. 2ο Συμπόσιο Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας "Θεωρία και Κλινική Προσέγγιση των Οριακών Προσωπικοτήτων". Δελτίο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, τεύχος 14.

bottom of page