top of page

Κλεώπας Ιάκωβος -"Η ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : ΕΝΑ ΠΕΔΙΟ ΑΝΤΙΣΤΙΞΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΩΝ"

Έγινε ενημέρωση: 3 Δεκ 2024

Η ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ :

ΕΝΑ ΠΕΔΙΟ ΑΝΤΙΣΤΙΞΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΩΝ          

Ιάκωβος Κλεώπας

 

Οι Jeannerod και Georgieff (2000) θεωρούν ότι η επιστημονική αξία της ψυχανάλυσης πρέπει να εξετασθεί ως προς αυτό το οποίο θεμελιωδώς αποτελεί. Μία κλινική πράξη και μία κλινική σχέση, "μία διϋποκειμενική πρακτική της οποίας ο στόχος, είναι να προκαλέσει μεταβολές της ψυχικής ζωής ενός υποκειμένου αποβλέποντας σε ένα θεραπευτικό αποτέλεσμα". Σημειώνουν ότι υπό αυτή την έννοια "διαφέρει από μία επιστημονική θεωρία που αποβλέπει στην κατανόηση του πνεύματος".

 Η σκέψη μου είναι ότι η μεταβίβαση, η πολυσημία που την χαρακτηρίζει και την συγκροτεί, κυμαινόμενη από το πεδίο του αισθητηριοκινητικού και του αντιληπτικού έως σε αυτό του αναπαραστατικού και του ψευδαισθητικού, αναλογεί και είναι έκφραση ενός συνόλου δυναμικών εγκεφαλικών διεργασιών. Η θεραπευτική και ερευνητική αξία της ψυχαναλυτικής θεωρίας και κλινικής άπτεται μίας θεμελιώδους λειτουργίας της σωματοψυχικής οντότητας, του ψυχισμού όπως και του νευρικού συστήματος, την οποία, μέσω της μεταψυχολογίας και ιδίως μέσω της κλινικής πράξης, αναδεικνύει, αντικειμενοποιεί και διεργάζεται. Αποτελώντας αυτό που αναφέρει ο Jean Guillaumin (1975) ως μία "δοκιμασία της ψυχικής πραγματικότητας". Αναφέρομαι σε ένα σύνολο ενδοϋποκειμενικών και διϋποκειμενικών νοητικών και ψυχικών, άρα νευρωνικών διεργασιών, το οποίο επιτρέπει εντός της σωματοψυχικής οντότητας την διάκριση και την σύνδεση μεταξύ ψυχισμού και σώματος καθώς και την [αναφορική με την προηγούμενη] διάκριση και σύνδεση μεταξύ της σωματοψυχικής οντότητας και των αντικειμένων. Θα πρότεινα την ονομασία αυτού του συνόλου διεργασιών ως το πεδίο της σωματοψυχικής μεταβατικής πραγματικότητας.

 Η έννοια της μεταβατικής πραγματικότητας που προτείνουμε συνδέεται με τον μηχανισμό του διπλού ορίου που έχει περιγράψει ο Green (1983, 2002), εμπνεόμενος από την σκέψη του Winnicott (1973) για το μεταβατικό πεδίο και το μεταβατικό αντικείμενο. Η σχέση και το όριο μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, αναδιπλασιάζονται και αναπαράγονται εντός του ψυχισμού, οδηγώντας στην διάκριση των συστημάτων του συνειδητού, του προσυνειδητού και του ασυνειδήτου. Η μορφή των διεργασιών που αναπτύσσονται μεταξύ των ψυχικών συστημάτων συναρτάται, και αλληλο-νοηματοδοτείται από την μορφή και την δυναμική των σχέσεων μεταξύ της σωματοψυχικής οντότητας και των αντικειμένων. Θα έλεγα ότι η έννοια της μεταβατικής πραγματικότητας αφορά στην ανάπτυξη ορισμένων συνδετικών πεδίων διεργασιών, εν δυνάμει μορφωμάτων και τρόπων αυτο-οργάνωσης : α) εντός των σωματικών διεργασιών, εντός ίσως αυτού που η ψυχοσωματική θεωρία ονομάζει ως το σωματικό ασυνείδητο, β) στα όρια μεταξύ ψυχισμού, σώματος και νόησης, γ) μεταξύ των συστημάτων του ψυχικού οργάνου καθώς και δ) μεταξύ της σωματοψυχικής οντότητας και των αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Στο ψυχαναλυτικό πλαίσιο αυτά τα μορφώματα και οι διεργασίες εκφράζονται εντός της μεταβιβαστικής σχέσης.

 Στην ψυχαναλυτική σκέψη το σώμα εξ αιτίας της σύνδεσης με τις ενορμήσεις και την σεξουαλικότητα, και της αποφυγής ίσως του "ατοπήματος" του δυϊσμού, περιλαμβάνεται συνήθως στην εσωτερική ή στην ψυχική πραγματικότητα. Σύμφωνα με συγγραφείς όπως η Florence Bégoin-Guignard (1990) "η ψυχική πραγματικότητα δεν αντιτίθεται σε μία υλική πραγματικότητα, αλλά σε μία πραγματικότητα εξωτερική του ψυχισμού, συμπεριλαμβανομένου του σώματος του υποκειμένου και της ψυχικής πραγματικότητας του Άλλου", και θα προσέθετα συμπεριλαμβανομένης της σωματικής και νοητικής πραγματικότητας του άλλου. Σύμφωνα με τον Green το βιολογικό εντάσσεται στην εσωτερική πραγματικότητα καθώς οι ενορμήσεις στην δεύτερη τοπική τοποθετούνται εντός του ασυνειδήτου, στον χώρο του συστήματος του εκείνου. Η εξωτερική πραγματικότητα αφορά εδώ στα εξωτερικά αντικείμενα. Εάν θεωρήσουμε ότι οι ενορμήσεις ευρίσκονται εντός του εκείνου, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται ήδη για έναν εκπρόσωπο, στο μεταίχμιο του σωματικού και του ψυχικού. Αποτελεί ήδη κάτι το διαφορετικό ή το διαφοροποιούμενο από αυτή καθ’ εαυτή την βιολογική πραγματικότητα. Η πραγματικότητα του σώματος και του νευρικού συστήματος, αποτελούν την πλέον θεμελιώδη εσωτερική πραγματικότητα. Όμως σε σχέση με την ψυχική πραγματικότητα τίθεται το ερώτημα του τρόπου και των μηχανισμών δια των οποίων ένα βιολογικό αντικείμενο, θα αποτελέσει και ένα ψυχικό αντικείμενο, θα αποκτήσει δηλαδή μία αξία στο πεδίο του ψυχισμού, και  αντιστρόφως. Δηλαδή τίθεται το ερώτημα του συνόλου των διεργασιών που εξασφαλίζουν μία μορφή διπλής απαίτησης έργου, από το σώμα προς τον ψυχισμό και από τον ψυχισμό προς το σώμα.

 Η σχέση ψυχισμού και σώματος αποτελεί το λεγόμενο binding problem. Ως μία πιθανή απάντηση, στην νευροεπιστημονική, την νευρο-φιλοσοφική και την νευρο-ψυχαναλυτική βιβλιογραφία έχει διατυπωθεί η άποψη ενός διττού μονισμού. Η προσέγγιση των Solms και Turnbull (2002), του Panksepp (2005) ή των Lechevalier (1998), λέει ότι στο πλαίσιο του διττού μονισμού γίνεται μία διπλή ανάγνωση, η μία ψυχαναλυτική, η άλλη νευροβιολογική, του ιδίου βασικού βιολογικού υλικού. Η σκέψη μου είναι ότι μία δεύτερη ή διαφορετική ανάγνωση, σημαίνει, και αυτό πάντοτε εί δ’ άλλως δεν υπήρξε δεύτερη ανάγνωση, την μορφοποίηση ενός δεύτερου ή ενός άλλου κειμένου. Ενδιάμεσα, και αυτός είναι ο ρόλος του αναγνώστη και ερμηνευτή, αναπτύσσεται μία διεργασία και ένα σώμα μεταφορών και μεταβάσεων, από και προς το ένα ή το άλλο κείμενο. Άρα μία τρίτη μεταβατική μορφή πραγματικότητας. Ένα τρίτο, μεταβιολογικό και μεταψυχολογικό κείμενο. Θα πρότεινα έτσι την έννοια ενός μεταβατικού μονισμού. Πρόκειται για έναν διττό μονισμό που αναφέρεται σε μία σωματοψυχική ενότητα και μέσα σε αυτήν, σε μία διάκριση ψυχισμού και σώματος, η οποία για να γίνει πράξη και για να θεμελιωθεί προϋποθέτει ένα ενδιάμεσο πεδίο, έναν δυναμικό τρόπο σύνδεσης και μεταφοράς.

 Βασικό σημείο αναφοράς και αφετηρία αυτών των σκέψεων, αποτελούν ορισμένες παρατηρήσεις μέσα από την κλινική προσέγγιση νευροψυχολογικών ασθενών, με αντικείμενο την αποκατάσταση των διαταραχών των ανωτέρων νοητικών λειτουργιών (των αφασιών, των διαταραχών της μνήμης, των αγνωσιών και των απραξιών) εξ αιτίας εγκεφαλικών βλαβών, ή με αντικείμενο την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Κατά την διάρκεια των θεραπευτικών συνεδριών παρατηρείται συχνά η παροδική και διακυμαινομένη βελτίωση των νευροψυχολογικών ελλειμμάτων και της απόδοσης ως προς τις νοητικές λειτουργίες. Η βελτίωση ή αντίθετα η επιδείνωση των συμπτωμάτων, είναι συνάρτηση της πορείας και της δυναμικής της θεραπευτικής σχέσης, όχι μόνον της ψυχοθεραπευτικής ή της νευροψυχολογικής αλλά και των άλλων θεραπειών νευρολογικής αποκατάστασης. Παρατηρήσαμε επομένως ότι η διακύμανση της απόδοσης και η μη προβλεπόμενη παροδική άρση ενός νευροψυχολογικού συμπτώματος συνδέεται με την επεξεργασία εντός της θεραπευτικής σχέσης, άλλοτε αισθητηριοκινητικών, άλλοτε γνωσιακών, και άλλοτε ψυχικών διεργασιών και δεδομένων. Συνδέεται δηλαδή με το τι διακινείται και το πώς αυτό διακινείται μέσα στην θεραπευτική σχέση. Επίσης η παρατηρούμενη βελτίωση μειώνεται και συχνότερα δεν αναπαράγεται στην επόμενη συνεδρία ή παύει στα μεσοδιαστήματα. Άλλες φορές, στον απόηχο μίας παροδικής βελτιωτικής κίνησης στο γνωσιακό ή στο κινητικό επίπεδο, σε μία επόμενη συνεδρία αναδύεται ένα νέο, διαφορετικό στοιχείο αποκατάστασης μίας λειτουργίας, ένας νέος τρόπος νοηματοδότησης και βίωσης του αντικειμενικού ελλείμματος ή αντίθετα εμφανίζεται μία μορφολογική παλινδρομική και αποδιοργανωτική κίνηση. Αυτές οι δυναμικές κινήσεις διακυμάνσεων είναι γνωστές στην ψυχαναλυτική κλινική. Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε άμεσα με την λειτουργία και την δυσλειτουργία της σωματοψυχικής οντότητας στο γνωσιακό, στο αισθητηριοκινητικό και στο νευρωνικό επίπεδο. Αυτό το οποίο παρατηρούμε ανήκει σε αυτό το οποίο ψυχαναλυτικά έχει ορισθεί ως το προ-ψυχικό. Η εμβάθυνση της ανάλυσης της νευροψυχολογικής σημειολογίας και του κλινικού υλικού των θεραπειών, ακολουθώντας την μεθοδολογία του Luria (1973, 1980) σε συνδυασμό με την ψυχαναλυτική κλινική προσέγγιση, αναδεικνύει την σημασία της θεραπευτικής διεργασίας και θέτει μία σειρά ερωτημάτων γύρω από τον σχηματισμό και την πορεία των συμπτωμάτων. Θεωρώ ότι το νευροψυχολογικό σύμπτωμα και η νευροψυχολογική κλινική αποτελούν ένα παράδειγμα της κλινικής της σύνδεσης του σώματος, της νόησης και του ψυχισμού, και ότι τοποθετείται στην διατομή των νευροεπιστημών, της ψυχανάλυσης και της ψυχοσωματικής. Ο συνδυασμός της ψυχαναλυτικής και της νευροψυχολογικής κλινικής προσέγγισης ασθενών έχει ήδη αναπτυχθεί από τους Karen και Marc Solms (2000), τον Oliver Turnbull (2004) και από την Oppenheim-Gluckman (2000). Μία συναφής προσπάθεια ανήκει στους Bernard και Bianca Lechevalier (ο.π.). Σε αυτές διαφαίνεται η σημασία και η επίδραση της μεταβιβαστικής σχέσης στην διαμόρφωση και την πορεία της νευροψυχολογικής συμπτωματολογίας, χωρίς όμως να εξετάζονται οι εμπλεκόμενοι πιθανοί ψυχικοί, νοητικοί και νευρωνικοί μηχανισμοί.

 Ας έρθουμε όμως στο κεντρικό ζητούμενο εξετάζοντας ορισμένα πιθανά νευρωνικά ερείσματα του πεδίου της μεταβατικής πραγματικότητας και της μεταβίβασης. Σημεία αναφοράς αποτελούν η ψυχαναλυτική και η νευροεπιστημονική προσέγγιση των διεργασιών της ενσυναίσθησης και της ενδοσκόπησης, των αναπαραστάσεων δράσης και της έννοιας της μεταφοράς. Η λειτουργία του πεδίου της σωματοψυχικής μεταβατικής πραγματικότητας θα μπορούσε ίσως να συνοψισθεί σε μία μορφή σχέσης μεταξύ δύο μερών, όπου το ένα μοιάζει να εκφράζει προς το άλλο, "αυτό που λες, αυτό που είσαι, ή προτίθεσαι να κάνεις και αυτό που ανακαλώ, για εμένα σημαίνει, μου θυμίζει από την πρωτύτερη ιστορία μου ή την από κοινού ιστορία μας, το εξής… ". Το σύνολο αυτών των στοιχείων μεταφέρονται και εκπροσωπούνται ως εν δυνάμει μορφοποιητικά στοιχεία εντός της σχέσης και επέκεινα ως εν δυνάμει τρόποι αυτο-οργάνωσης του κάθε μέρους της σχέσης.

 Έρευνες των τελευταίων ετών έχουν δείξει ότι η λειτουργία του νευρώνα και της σύναψης, η λειτουργία του λιμβικού συστήματος και ίσως η συνολική εγκεφαλική λειτουργία, διαμορφώνονται σύμφωνα με τις αρχές της θεωρίας του χάους και των αυτο-οργανωνόμενων συστημάτων. Το σκεπτικό είναι ότι δεν υφίστανται μόνον γραμμικές σχέσεις αιτίου-αιτιατού ή απλές μορφές ανάδρασης. Η λειτουργία ενός σύνθετου συστήματος καθορίζεται δυναμικά, μέσω της διαδοχής μεταβατικών περιόδων αστάθειας και περιόδων σταθεροποίησης, από την ευαισθησία του συστήματος στις ελάχιστες και μη προβλεπόμενες παρά στο μεθύστερον συνθήκες. Σύμφωνα δηλαδή με την συγκρότηση ορισμένων παράξενων ελκυστών, γύρω από τους οποίους στην φάση σταθεροποίησης ένα σύστημα "κατακάθεται".

 Μία πρωτόλεια εικόνα των μεταβατικών διεργασιών, ως ένα πεδίο διαθεσιμότητας εν δυνάμει τρόπων δράσης και ενδιάδρασης, εξασφαλίζεται από την νευρωνική πλαστικότητα. Όπως έχει επισημάνει ο Ηλίας Κούβελας, ο Edelman, ο Ameisen και άλλοι σύγχρονοι ερευνητές έχουν δείξει την σημασία των ιδιοτήτων του νευρώνα και της σύναψης ως προς την ανάπτυξη της υποκειμενικότητας. Ο Bear (2003) παρατηρεί ότι η μεταβολή της συναπτικής δράσης, εξαρτάται από την εμπειρία, από το τρέχον βίωμα και από αυτό που μορφοποιείται εντός του χώρου της σύναψης, που ονομάζει ως  "μεταπλαστικότητα". Δηλαδή μία πλαστικότητα της πλαστικότητας των συναπτικών συνδέσεων. Βλέπουμε ότι η εμπειρία και η υποκειμενική μνήμη έχουν εξαιρετική σημασία, αλλά δεν αρκούν. Απαιτείται η ανάπτυξη στοχαστικών και μη γραμμικών διεργασιών της σύναψης. Δηλαδή μία συνεννόηση, μία ενδιάμεση συσχέτιση της δραστηριότητας μεταξύ του προσυναπτικού και του μετασυναπτικού νευρώνα, σύμφωνα με την ευαισθησία τους ως προς τις ελάχιστες και μη προβλεπόμενες συνθήκες εκ του πρωτύτερου και του τρέχοντος βιώματος.

Στην ψυχαναλυτική θεωρία η συγκρότηση της ψυχικής πραγματικότητας επέρχεται μέσα από την σταδιακή διάκριση μεταξύ συναισθήματος και αναπαραστάσεων στην βάση των πρωτογενών ενορμητικών διεργασιών και του εκπροσώπου ενόρμησης. Αυτή η ψυχαναλυτική θέση φαίνεται να επιβεβαιώνεται και να αντιστοιχεί σε ένα κομβικό σημείο για την ανάπτυξη των ενδοσωματικών μεταβατικών διεργασιών που εξασφαλίζονται από τις διεργασίες των πυρήνων του εγκεφαλικού στελέχους ιδίως στην περιοχή της περιϋδραγωγείου φαιάς ουσίας (periaqueductal grey ή PAG) και των συνδέσεων τους με το λιμβικό, το παραλιμβικό και το θαλαμοφλοιικό σύστημα. Σύμφωνα με τις διαφορετικές αλλά και συγκλίνουσες απόψεις των Damasio (1999, 2003) και Panksepp (1998, 2005) σε αυτή την περιοχή παράγεται η συνάντηση και η συσχέτιση μεταξύ των εκπροσωπούμενων σωματικών καταστάσεων με τα αντικείμενα· όπου το αντικείμενο μπορεί να είναι είτε ένα εξωτερικό είτε ένα εσωτερικό, ιδιοδεκτικό ή εσωδεκτικό ερέθισμα. Απόρροια αυτής της διαδικασίας είναι η ανάπτυξη των διαφόρων μορφών μνήμης και των συναισθηματικών κινήσεων. Σε αυτό το επίπεδο διεργασιών παρατηρούμε, ότι εντός της αρχικής οντότητας παράγονται ενδοσωματικές σχέσεις υποκειμένου αντικειμένου, και, αυτού του συμπλέγματος σε σχέση με τα άλλα αντικείμενα.

 Η ψυχική πραγματικότητα εννοούμενη ως το ασυνείδητο ή το σύνολο του ψυχικού οργάνου χαρακτηρίζεται από μία πολυσημία και από μία ποιοτική ποικιλότητα. Ο Walter Freeman (2000α, 2000β, 2003) έχει προτείνει την νευροδυναμική προσέγγιση της εγκεφαλικής λειτουργίας. Αναλύει την δράση της αρχιτεκτονικής του λιμβικού συστήματος εφαρμόζοντας την θεωρία του χάους και της αυτο-οργάνωσης. Ο Edelman περιγράφει την λειτουργία και τις συνδέσεις του λιμβικού συστήματος σαν έναν περιστρεφόμενο ανεμιστήρα ο οποίος ακτινοβολεί αμφίδρομα προς κάθε κατεύθυνση του εγκεφάλου. Οι παράξενοι ελκυστές που περιγράψαμε και η ευαισθησία στις ελάχιστες και μη προβλεπόμενες συνθήκες του λιμβικού συστήματος, επιτρέπουν την παραγωγή εν δυνάμει τρόπων αντίληψης, νοηματοδότησης και δράσης, ιδιότητες που συγκροτούν ακριβώς την οργάνωση του ψυχισμού. Η σκέψη μου είναι ότι οι διαθεσιμότητες του λιμβικού συστήματος μπορεί να αφορούν στο ψυχικό, στο γνωσιακό ή στο σωματοαισθητηριακό πεδίο και κυρίως στην σχέση μεταξύ τους. Αφορούν δηλαδή σε μία διεργασία του τύπου του ψυχαναλυτικού προσυνειδητού ή του ασυνειδήτου αλλά και σε μία γνωσιακή ή και σωματική μορφή νοηματοδότησης. Η νευροδυναμική προσέγγιση προσδίδει στην νεοδαρβινική θεώρηση του Edelman και στην έννοια της επανεισόδου, μία ιδιαίτερη εξελικτική δυναμική σε έναν οριζόντιο άξονα. Αυτό που παράγεται μέσα από μία μη προβλέψιμη, χαοτική διεργασία, δεν έχει ένα συγκεκριμένο αναπτυξιακό ιστορικό, δεν έχει ένα προηγούμενο στάδιο αφηγούμενο μέσω του ιστορικού χρόνου. Αυτο-αναδύεται, και τότε, το προϊόν της ανάδυσης εντάσσεται στην εξελικτική πορεία της σωματοψυχικής οντότητας και των διαφοροποιήσεων που αναπτύσσει. Υπό ψυχαναλυτικούς όρους, δεν εξηγείται μέσα από την αναμνημόνευση, αλλά, ερμηνεύεται ή κατασκευάζεται, μέσα από την μεταβίβαση. Έτσι άλλωστε ανοίγεται όλη η δυνατότητα εισαγωγής στοιχείων αλλαγής, διαφοροποίησης και κινητοποίησης ενός συστήματος.

 Βασικό πεδίο συνάντησης της νευροεπιστήμης και της ψυχανάλυσης ως προς την μεταβίβαση είναι η εκατέρωθεν προσέγγιση της ενσυναίσθησης και των αναπαραστάσεων δράσης. Από το 1990 έως σήμερα, από τους Fred Levin (1990), Allan Schore (1994, 2003), Glen Gabbard (2002) και Regina Pally (2005) έχουν διατυπωθεί τέσσερεις βασικές θεωρητικές προτάσεις σχετικά με την λειτουργία της μεταβίβασης και τον πιθανό νευρωνικό συσχετισμό της. Βασίζονται σε ορισμένα νευροεπιστημονικά ευρήματα και αναπτύσσονται σύμφωνα με το θεωρητικό και κλινικό υπόβαθρο που ακολουθούν. Δηλαδή τις θεωρίες της προσκόλλησης, την θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων και κυρίως την τεχνική των διαπροσωπικών και διϋποκειμενικών θεραπειών. Σε αυτές δίδεται μία κατά την γνώμη μου μερική ερμηνεία της λειτουργίας της ενσυναίσθησης, ως μία σχέση του τύπου "σε καταλαβαίνω - με καταλαβαίνεις ή σε νοιώθω – με νοιώθεις", ή ως χαρακτηριολογικές ταυτίσεις και ταυτίσεις διά του αντιληπτικού. Η λειτουργία της ενσυναίσθησης και της ενδοσκόπησης θεωρώ ότι αναφέρεται σε κάτι περισσότερο από το διαπροσωπικό ή το διϋποκειμενικό. Αναφέρεται στην συγκρότηση αυτού που ο Freud εννοεί χαρακτηρίζοντας την μεταβιβαστική νεύρωση ως έναν "πλήρη οργανισμό". Έναν από κοινού ενδιάμεσο οργανισμό, τόσο πλήρη και πραγματικό, όσο εικονικό και μεταβατικό. Ακολουθώντας την σκέψη του Lebovici (1998, 2002) όταν αναφέρεται στην "μεταφορική ενσυναίσθηση", δηλαδή στην μεταφορά της συναίσθησης του ασυνείδητου βιώματος του άλλου σε αναπαραστάσεις· του de M’Uzan (1977) όταν αναφέρεται στο "παράδοξο σύστημα" σύμφωνα με το οποίο ο ψυχισμός του αναλυτού, αποδεχόμενος έναν βαθμό αλλοίωσης του αισθήματος ταυτότητας και ναρκισσιστικής συνοχής, γίνεται "κυριολεκτικά το ψυχικό όργανο του

αναλυόμενου"· του Widlöcher (1999, 2004) όταν αναφέρεται στην έννοια του "συν-σκέπτεσθαι" (co-pensée) και της "ανάτμησης" της ενσυναίσθησης σύμφωνα με τις οποίες ο αναλυτής βασιζόμενος στις ταυτίσεις του με τον ασθενή και αναλύοντας τις εσωτερικές του κινήσεις, κατασκευάζει μορφές "εν δυνάμει ερμηνειών" του βιώματος του άλλου, ή των Botella (1990, 2001) γύρω από την μορφολογική παλινδρόμηση της σκέψης του αναλυτού, θα έλεγα ότι η : ενσυναίσθηση αποτελεί μία μορφή ενδοσκόπησης περί του άλλου. Χαρακτηρίζεται από μία πολυσημία ανάλογη με αυτή του ψυχικού οργάνου. Αφορά όχι μόνον σε πρωτογενείς ή δευτερογενείς ταυτίσεις, αλλά στην παραίτηση εκ των ναρκισσιστικών οφελών και επενδύσεων προς όφελος της κατανόησης του αντικειμένου με βάση τις εσωτερικές αναπαραστάσεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις. Αφορά σε διαθεσιμότητες, σε μία κίνηση θετικού (όχι όμως απαραίτητα σε ένα θετικό συναίσθημα), στο έδαφος μίας εργασίας αρνητικού. Είναι μία εκχώρηση του ψυχικού οργάνου του υποκειμένου, διατηρώντας ταυτόχρονα την ικανότητα διάκρισης μεταξύ εαυτού και αντικειμένου, προς την συναίσθηση σκέψεων ή συναισθημάτων του άλλου, όχι όμως για τον άλλο. Περισσότερο από αγάπη προς το αντικείμενο είναι μία ενδοσκοπική εκχώρηση προς αυτό. Και με αυτή την έννοια είναι περισσότερο της τάξης του αντι-ναρκισσισμού (Pasche).

 Τα δεδομένα της σύγχρονης νευροεπιστημονικής έρευνας αναδεικνύουν ένα βασικό νευρωνικό πλαίσιο των διεργασιών της ενσυναίσθησης και της ενδοσκόπησης το οποίο θεωρώ ότι στηρίζει και συγκλίνει με την ψυχαναλυτική άποψη για την ενσυναίσθηση που περιγράψαμε. Σύμφωνα με τους Blair (2005) και Decety (2006) η ενσυναίσθηση, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπαραστατική ή/και γνωσιακή ενσυναίσθηση, ως κινητική ενσυναίσθηση ή ενσυναίσθηση των κινητικών αναπαραστάσεων δράσης και ως συγκινησιακή ή/και συναισθηματική ενσυναίσθηση.

 Η νευρωνική θεωρία του πνεύματος, με κύριους εκπροσώπους τους Frith (2003), Gallagher (2003) και πιο πρόσφατα τις έρευνες της Saxe, (2005, 2006), ορίζεται ως η ικανότητα των εγκεφαλικών διεργασιών προς την "ακριβή πρόβλεψη της συμπεριφοράς άλλων ατόμων, σχεδόν ως εάν διαβάζαμε το πνεύμα τους. Αυτή η εξαιρετική ικανότητα είναι γνωστή ως το να έχει κανείς μία ‘θεωρία του πνεύματος’, ή να νοηματοδοτεί (mentalizing)". Πρόκειται για την ικανότητα σκέψης γύρω από την σκέψη του άλλου με βάση την ανακίνηση των ενδοϋποκειμενικών μνημονικών ιχνών και βιωμάτων. Οι κύριες εγκεφαλικές δομές που περιλαμβάνονται στην νευρωνική θεωρία του πνεύματος είναι ο μέσος προμετωπιαίος λοβός και η περιοχή του παραπροσαγωγίου, η άνω κροταφική αύλακα και η κροταφο-βρεγματική σύνδεση. Η συγκρότηση μίας θεωρίας του πνεύματος αντιστοιχεί στην δυναμική συνέργεια του συνόλου αυτών των περιοχών καθώς και άλλων υποστηρικτικών δομών. Θα αναφερθούμε σε ορισμένα από τα πολλά ερευνητικά ευρήματα. Οι Frith αναφέρονται στην λειτουργία της "απόζευξης" που εξυπηρετείται από τον μέσο προμετωπιαίο λοβό. Είναι η ικανότητα μίας εσωτερικής εικονικής απελευθέρωσης από τα τρέχοντα πραγματικά δεδομένα η οποία επιτρέπει την ανάπτυξη δυνητικών μορφών υποκειμενικής σκέψης γύρω από την σκέψη και την συμπεριφορά του άλλου. Παρατηρείται επίσης (Saxe) ότι η δράση της ίδιας περιοχής και άρα η διεργασία της ενσυναίσθησης και της ενδοσκόπησης, μειώνονται όταν η προσοχή και η αντίληψη έλκονται από τα κοινωνικά, τα χαρακτηριολογικά και τα ενεστώτα φυσικά ή λεκτικά στοιχεία του άλλου. Αυτά, παρότι μπορεί να ενδυναμώνουν τις ασυνείδητες ταυτίσεις με τον άλλο και να υποστηρίζουν την μεταβιβαστική σχέσης, φαίνεται να είναι ασύμβατα με την πρόοδο και την εμβάθυνση της ενσυναίσθησης και της ενδοσκόπησης. Βλέπουμε επομένως μία νευροεπιστημονική στήριξη της αρχής της ασυμμετρίας της ψυχαναλυτικής σχέσης και των ορίων που θέτει η διατήρηση μίας διαπροσωπικής θεραπευτικής τεχνικής. Στην ίδια κατεύθυνση νευροεπιστημονικά παρατηρείται ότι η ενσυναίσθηση αφορά στην ανάκληση των ενδοϋποκειμενικών αναπαραστάσεων εκ μέρους εκείνου που σκέπτεται γύρω από την σκέψη ή τις προθέσεις του άλλου, ως υποκείμενο ενός βιώματος. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πολλών ερευνών διαφοροποιείται από την αίσθηση του υποκειμένου ενόσω δρα ή αισθάνεται, διαφοροποιείται από την κατάσταση επένδυσης του εαυτού και του εαυτού ως αντικείμενο ενός βιώματος. Η Saxe και ο Decety θεωρούν καθοριστική την δράση της κροταφο-βρεγματικής σύνδεσης για την "απόδοση μεταβατικών καταστάσεων πνεύματος" και για την μη συγχώνευση εαυτού και άλλου. Οι Saxe και Wexler (2005) σημειώνουν ότι η δράση της δεξιάς κροταφο-βρεγματικής σύνδεσης "αντικατοπτρίζει μία διεργασία κατασκευής ενός συνεκτικού προτύπου του πνεύματος του πρωταγωνιστού [του αντικειμένου], χωρίς την αναφορά στην κατάσταση του πνεύματος του ιδίου του υποκειμένου [που αναπτύσσει την θεωρία του πνεύματος]". Επομένως συναντούμε εδώ μία πιθανή επιβεβαίωση της παραδοξότητας στην οποία αναφέρεται ο de M’Uzan και της εικόνας της εκχώρησης του ψυχικού οργάνου ή της νόησης, χωρίς όμως να παράγεται μία πλήρης συγχώνευση, όπως αναφέρεται από τους Decety (2006) και Goldman (2005).

 Οι ερευνητικές ομάδες των Rizzolatti (1996, 1998, 2001), Iacoboni (2002, 2005), Perrett (1990, 1994) και άλλων όπως επίσης οι έρευνες του Jeannerod (2002, 2003) έχουν αναδείξει την δράση του συστήματος των καθρεπτικών νευρώνων και μέσω αυτής την ικανότητα ενσυναίσθησης της κατάστασης και της πρόθεσης δράσης του άλλου. Το σύστημα καθρεπτικών νευρώνων απαρτίζεται από το κάτω τμήμα του προ-κινητικού μετωπιαίου λοβού, το κατώτερο τμήμα του βρεγματικού λοβού και την άνω κροταφική αύλακα. Το σκεπτικό είναι ότι με βάση τα προσλαμβανόμενα οπτικά ή ακουστικά ερεθίσματα καθίσταται δυνατή η εσωτερική προσομοίωση της δράσης και της πρόθεσης δράσης του άλλου, χωρίς να εκδηλώνεται η ίδια η δράση. Πρόκειται δηλαδή για μία εσωτερική προσομοίωση του άλλου σύμφωνα με τις εγγεγραμμένες και τις εν τω γίγνεσθαι της σχέσης, ενδοϋποκειμενικά διαμορφωνόμενες αναπαραστάσεις δράσης, τις οποίες, αναφέρει ο Jeannerod, μοιραζόμαστε διϋποκειμενικά με τον άλλο. Στην ψυχανάλυση η έννοια των αναπαραστάσεων δράσης έχει προταθεί από τους Perron (1987) με σκοπό την ανάδειξη της δυναμικής της φαντασίωσης σε σχέση με τις αναπαραστάσεις. Οι αναπαραστάσεις δράσης ευρίσκονται στον πυρήνα της οργάνωσης των φαντασιώσεων και στο όνειρο. Η φαντασίωση, σημειώνουν, είναι "η αναπαράσταση μίας φανταστικής σχέσης υποκειμένου – αντικειμένου, ως πρωταγωνιστές μίας δράσης". Ανάλογα ο Le Guen (2002) αναφέρεται στις "δράσεις που δραστηριοποιούν την θεραπεία". Δημιουργείται έτσι μία μοιραζόμενη προσομοίωση αναπαραστάσεων δράσης που εξυπηρετούνται από το σύστημα των καθρεπτικών νευρώνων. Έχει διαπιστωθεί ότι το σύστημα των καθρεπτικών νευρώνων, ανατομολειτουργικά συνδέεται με την οργάνωση και έκφραση του λόγου, ως προς την οποία οι κινητικές αναπαραστάσεις δράσης αποτελούν ένα πρωτύτερο οντογενετικό και φυλογενετικό εξελικτικό στάδιο. Εξ αυτής της διαπίστωσης και σύμφωνα με κλινικά δεδομένα από την θεραπεία αφασικών ασθενών θα λέγαμε ότι το σώμα μορφοποιεί και κινεί τον λόγο και ο λόγος μορφοποιεί, απαιτεί ή προτείνει έργο και κίνηση προς το σώμα. Με βάση την οπτικο-ακουστική λειτουργία των καθρεπτικών νευρώνων, τις συνδέσεις τους με τα βασικά γάγγλια και το λιμβικό σύστημα, παρατηρούμε μία στήριξη των ψυχαναλυτικών θέσεων σχετικά με την σύνδεση των αναπαραστάσεων λέξης, των αναπαραστάσεων πράγματος καθώς και των ενορμήσεων, εντός των αναπαραστάσεων δράσης. Κατανοούμε έτσι την σημασία του κυκλώματος των καθρεπτικών νευρώνων για τον σχηματισμό των φαντασιώσεων.

 Οι Marty και Fain στο άρθρο του 1955 για την "πρωτογενή κινητική ενορμητική σχέση" αναφέρουν ότι "ορισμένες μορφές [κινητικής] σχέσης των ασθενών μας, βρίσκουν μέσα μας μία ηχώ, ένα καλούπι που τις εγγράφει τέλεια και η οποία αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα σημαντικό τμήμα της διαίσθησής μας". Η σκέψη των Marty και Fain θεωρώ ότι αποτελεί ένα προάγγελμα της ανακάλυψης της δράσης των καθρεπτικών νευρώνων και της σημασίας των αναπαραστάσεων δράσης, ως ένα σύμπλεγμα αισθητηριοκινητικών ιχνών, κινητικών μορφών σχέσης με το αντικείμενο της ενόρμησης, αναπαραστάσεων της δομής υποκείμενο – δράση – αντικείμενο, και ως μία διεργασία αμφίδρομων μεταβάσεων από και προς τις αναπαραστάσεις λέξεων. Άλλωστε η άποψη που διατυπώνει ο Freud μιλώντας για την ακουστική λεκτική συνιστώσα που "αναγγέλλει κινήσεις που εκτελούνται από τον ίδιο τον εαυτό" μιμούμενη ένα εξωτερικό αντικείμενο το οποίο εκπέμπει "ορισμένους θορύβους", μήπως δεν αποτελεί επίσης μία έκφραση της δράσης του συστήματος καθρεπτικών νευρώνων; Στην κλινική των αφασικών ή των σωματοαγνωσιακών ασθενών μπορούμε να παρατηρήσουμε την σημασία των μεταβατικά μοιραζόμενων και επεξεργαζόμενων κινητικών αναπαραστάσεων δράσης εντός της θεραπευτικής σχέσης ως προς την κινητική, την γνωσιακή και την ψυχική θεραπεία ή ως προς τις αντίστοιχες αποδιοργανωτικές κινήσεις.

 Στην θεωρία του πνεύματος είδαμε ότι χρησιμοποιείται ο ψυχαναλυτικός και ψυχοσωματικός όρος της νοηματοδότησης. Θα τονίσουμε όμως ότι πρόκειται για μία διεργασία νοηματοδότησης που μπορεί να αφορά σε γνωσιακές συνειδητές ή ασυνείδητες αναπαραστάσεις, χωρίς να είναι απαραίτητη η σύνδεση με το συναίσθημα και δεν αφορά επομένως αποκλειστικά στην ανάπτυξη των διεργασιών του προσυνειδητού. Ανάλογα, οι αναπαραστάσεις δράσης και το σύστημα των καθρεπτικών νευρώνων διατρέχουν και αφορούν στο σύνολο των πεδίων οργάνωσης και λειτουργίας της σωματοψυχικής οντότητας, από το πλέον πρωτογενές, προ-ψυχικό, του σωματικού ασυνειδήτου, το γνωσιακό έως και στο πεδίο των δευτερογενών διεργασιών. Θα έλεγα ότι διατρέχουν και ουσιαστικά, διακρίνουν και συνδέουν τα πεδία της πραγματικότητας του σώματος, της πραγματικότητας της νόησης και της ψυχικής πραγματικότητας. Μαζί με την θεωρία του πνεύματος αποτελούν, ένα βασικό στοιχείο της συγκρότησης της μεταβατικής πραγματικότητας και της ανάπτυξης της μεταβιβαστικής σχέσης. Παρατηρούμε τέλος ότι τα νευροεπιστημονικά δεδομένα γύρω από την ενσυναίσθηση υπογραμμίζουν την πολυσημία και την διαστρωμάτωση της μεταβιβαστικής σχέσης. Θα πρότεινα ότι το σύνολο των νευροεπιστημονικών ευρημάτων και προσεγγίσεων που αναφέραμε απαρτίζει την νευρο-ανατομική χαρτογράφηση του μεταβατικού πεδίου, που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε ως τον μεταβατικό εγκέφαλο.

 Στο πλαίσιο μίας θεραπευτικής σχέσης, η συνάντηση και η επικοινωνία μεταξύ δύο ψυχικών κόσμων παράγεται και βασίζεται στην ασύμμετρη ενδιάδραση των εκατέρωθεν ενδοϋποκειμενικών αναπαραστάσεων δράσης, θεωριών του πνεύματος, κινήσεων ενσυναίσθησης και ενδοσκόπησης, τρόπων νοηματοδότησης και αυτο-οργάνωσης. Ενδιάμεσα παράγεται ένα από κοινού, μεταβατικό πεδίο εν δυνάμει αναπαραστάσεων δράσης, εν δυνάμει θεωριών του πνεύματος, εκπροσώπησης και μετεπεξεργασίας των πρωτύτερων κινήσεων ενσυναίσθησης και ενδοσκόπησης. Δημιουργείται έτσι ένα πεδίο εν δυνάμει τρόπων αυτο-οργάνωσης, μορφών νοηματοδότησης και δράσης. Σύμφωνα με τον φροϋδικό ορισμό του "οργανισμού", θα έλεγα ότι η μεταβίβαση είναι μία οντότητα, η οποία δεν ανήκει ούτε στην ψυχική ούτε στην εξωτερική πραγματικότητα, δεν είναι ούτε του ασθενούς ούτε του αναλυτού αποκλειστικά. Είναι μία ενδιάμεση μορφή, απότοκος των διεργασιών του πεδίου της σωματοψυχικής μεταβατικής πραγματικότητας οι οποίες προτείναμε ότι εξυπηρετούν την σύνδεση μεταξύ ψυχισμού και σώματος και της σωματοψυχικής οντότητας με τα αντικείμενα. Υπό αυτή την έννοια θα έλεγα ότι η μεταβίβαση ως έννοια, ως τρόπος συναλλαγής και επικοινωνίας, και ως ένα σύνολο ψυχικών, νοητικών και νευρωνικών διεργασιών, ευρίσκεται στο πεδίο σύνδεσης μεταξύ ψυχανάλυσης και νευροεπιστήμης.

 Τα στοιχεία και οι σκέψεις που παρουσιάσαμε δεν είναι παρά μία μερική και σύντομη περιήγηση στο ευρύ πεδίο των σύγχρονων νευροεπιστημονικών δεδομένων τα οποία θεωρώ ότι μπορεί να ενδιαφέρουν την ψυχανάλυση, τα οποία την αφορούν στο έργο της, και για τα οποία ίσως η ψυχαναλυτική σκέψη θα μπορούσε να συνεισφέρει στην νευροεπιστημονική προσέγγιση. Η σκέψη μου είναι ότι σε αυτόν το διάλογο και έτσι ώστε να είναι γόνιμος, θα πρέπει να αναζητηθούν οι πιθανές αντιστίξεις παρά οι αντιστοιχίες, να ερευνηθεί το τι και πώς μπορεί να απαρτίζει μία διεργασία σύνδεσης και μεταφοράς μεταξύ των δύο πεδίων, παρά γραμμικοί ανατομολειτουργικοί συσχετισμοί.


Βιβλιογραφία

Bear M. (2003) Bidirectional synaptic plasticity: from theory to reality. Phil. Trans. R. Soc. Lond. B 358, p.: 649-655.

Botella César et Sara, (1990) La problématique de la régression formelle de la pensée et de l’hallucinatoire. in La psychanalyse : questions pour demain, PUF.

Botella César et Sara, (2001b) Figurabilité et régrédience. R.F.P., Tome LXV, 4, PUF.

Damasio A.R., (1999) The feeling of what happens: Body and emotion in the making of consciousness. New York, Harcourt Brace.

Damasio A.R., (2003) Transparent feelings. A reply to Jaak Panksepp and Douglas Watt. Neuro-psychoanalysis, Vol. 5(2): 215-218.

Edelman G., (1989) The remembered present: A biological theory of consciousness. Basic Books, New York

Edelman G., (2003) Naturalizing consciousness: a theoretical framework. Proceedings of the National Academy of Sciences, Vol. 100: 5520-5524.

Freeman W.J., (2000a) Brains create macroscopic order from microscopic disorder by neurodynamics in perception. In Disorder Versus Order in Brain Function. Essays in Theoretical Neurobiology, Progress in Neural Processing 12, World Scientific.

Freeman W.J., (2000c) Neurodynamics: An Exploration of Mesoscopic Brain Dynamics. Springer-Verlag, London.

Freeman W., (2003) Neurodynamic modelsof brain in psychiatry. Neuropsychopharmacology, Vol. 28, S1: 54-63.

Freud S., (1913) On psycho-analysis. S.E., 12: 207.

Freud S., (1950 [1895]) A project of scientific psychology. S.E., 1: 281.

Frith U. and Frith C.D., (2003) Development and Neurophysiology of Mentalizing. Philosophical Transactions of the Royal Society of London, B, Vol. 358(1431): 459-473.

Gabbard G., (2004) A Neuroscientific Perspective on Transference. Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο Δελφών.

Gallagher L.H. and Frith C.D., (2003) Functional imaging of ‘theory of mind’. Trends in Cognitive Sciences, Vol. 7(2): 77-83.

Green A., (1983) Narcissisme de vie. Narcissisme de mort, Les Éditions de Minuit.

Green A., (1990) La folie privée, Ed. Gallimard.

Green A., (2002) Idées directrices pour une psychanalyse contemporaine, PUF.

Guillaumin J., (1975) Épreuve de réalité psychique, Nouvelle Revue de Psychanalyse No 12.

Iacoboni M., (2002) Understanding Others: Imitation, Language, Empathy. www.cbd.ucla.edu/bios/royaumont.pdf, Brain Research Institute, University of California, USA.

Iacoboni M., Molnar-Szakacs I., Gallese V., Buccino G., Mazziotta J., Rizzolatti G., (2005) Grasping the Intentions of Others with One’s Own Mirror Neuron System. PLOS Biology, Vol. 3(3) e79.

Jeannerod M., (2002) La nature de l’esprit, Ed. Odile Jacob, Paris.

Jeannerod M., (2003) The mechanism of self-recognition in humans. Behavioural Brain Research, Vol. 142: 1-15.

Jeannerod M. et Georgieff N, (2000) Psychanalyse et science(s). Encyclopédie Médico-Chirurgicale, psychiatrie, 37-811.

Kaplan-Solms K. Solms M., (2000) Clinical studies in neuro-psychoanalysis. Introduction to a depth neuropsychology, I.U.P., Inc.

Le Guen C., (2002) Ces agirs qui agissent la cure. RFP, Tome LXVI, 5, PUF

Lechevalier Bianca et Bernard, (1998), Le corps et le sens. Dialogue entre une psychanalyste et un neurologue, Delachaux et Niestlé.

Levin F.M., (2003) [1990] Mapping the Mind. The Intersection of Psychoanalysis and Neuroscience. Karnac Books.

Luria A.R., (1973) The working brain: An introduction to Neuropsychology. Harmondsworth, Middlesex: Penguin.

Luria A.R., (1980) Higher cortical functions in man. Basic Books, New York.

M’Uzan de M., (1977) De l’art à la mort. Éditions Gallimard.

Marty P. et Fain M., (1955) Importance du rôle de la motricité dans la relation d’objet. RFP, Tome XIX, 1-2, PUF.

Oppenheim-Gluckman H., (2000) La pensée naufragée. Clinique psychopathologique des patients cérébro-lésés. Anthropos Ed. Economica.

Pally R., (2005) Non-conscious prediction and a role for consciousness in correcting prediction errors. Cortex, Vol. 41(5): 643-662.

Panksepp J., (1998) Affective Neuroscience: The Foundations of Human and Animal Emotions. New York: Oxford University Press.

Panksepp J., (2005) Affective consciousness: Core emotional feelings in animals and humans. Consciousness and Cognition, vol. 14(1): 30-80.

Pasche F., (1969) À partir de Freud. Paris, Payot.

Perrett D.I., Emery N.J., (1994) Understanding the intentions of others from visual signals: neurophysiological evidence. Current Psychological Cognition, Vol. 13: 683-694.

Perrett D.I., Harries M.H., Mistlin A.J., Hietanen J.K., Benson P.J., Bevan R., Thomas S., Oram M.W., Ortega J., Brierly K., (1990) Social signals analyzed at the single cell level: someone is looking at me, something touched me, something moved! Int. Journal Comp. Psychology, Vol. 4: 25-55.

Perron-Borelli M., (1984) Le fantasme : une représentation d’action. R.F.P., Tome XLIX, 3, PUF.

Perron-Borelli M., Perron R., (1987) Fantasme et action. R.F.P., Tome LI, 2, PUF

Rizzolatti G, Fogassi L., Gallese V., (2001) Neurophysiological mechanisms underlying action understanding and imitation. Nature Revue of Neuroscience, Vol. 2: 661-670

Rizzolatti G., Arbib M.A., (1998) Language within our grasp. Trends in Neuroscience, Vol. 21(5): 151-152.

Rizzolatti G., Fadiga L., Gallese V., Fogassi L., (1996) Premotor cortex and the recognition of motor actions. Brain Res. Cogn. Brain Res., Vol. 3(2): 131-141.

Saxe R. and Wexler A., (2005) Making sense of another mind: The role of the right temporo-parietal junction. Neuropsychologia, Vol. 43(10): 1391-1399.

Saxe R., (2006) Uniquely human social cognition. Current Opinion in Neurobiology, Vol. 16(2): 235-239.

Schore A.N., (2003b) The seventh annual John Bowlby Memorial Lecture. Minds in the making: attachment, the self-organizing brain, and the developmentally-oriented psychoanalytic psychotherapy, in "Revolutionary Connections. Psychotherapy and Neuroscience". Karnac Books.

Turnbull O., (2004) Emotion, false beliefs, and the neurobiology of intuition. In Revolutionary Connections. Psychotherapy and Neuroscience, Corrigall J. & Wilkinson H. eds, Karnak Books.

Widlöcher D., (1999) Affect et empathie. RFP, Tome LVIII, 1, PUF.

Widlöcher D., (2004) Dissection de l’empathie. RFP, Tome LXVIII, 3, PUF.

Winnicott D.W., (1971) Playing and Reality  London, Tavistock.

bottom of page