top of page

Δημόπουλος, Βασίλης - "Η πολυσήμαντη λειτουργία του βλέμματος στην αναλυτική σχέση: Κλινική προσέγγιση του μύθου του Περσέα"

Η πολυσήμαντη λειτουργία του βλέμματος στην αναλυτική σχέση: Κλινική προσέγγιση του μύθου του Περσέα

Βασίλης Δημόπουλος

 

Κατ’ αρχήν ο μύθος. Ο Πολυδέκτης, βασιλιάς της Σερίφου, ερωτεύτηκε τη Δανάη, τη μητέρα του Περσέα. Απειλούσε, λοιπόν, ο Πολυδέκτης, πως θα παντρευόταν με τη βία τη Δανάη, εκτός εάν ο Περσέας του έφερνε την κεφαλή της Μέδουσας. Η Μέδουσα ήταν ένα τέρας με πύρινα μάτια και φίδια στη θέση των μαλλιών. Όποιος ατένιζε το βλέμμα της πέτρωνε. Η θεά Αθηνά, λοιπόν, για να βοηθήσει τον Περσέα του έδωσε το θώρακα της πανοπλίας της για να τον χρησιμοποιήσει ως ασπίδα- καθρέφτη. Δηλ. θα έβλεπε το κεφάλι της Μέδουσας μέσα από τον καθρέφτη. Έτσι θα μπορούσε να την αποκεφαλίσει χωρίς να πετρώσει.  Όπως και έγινε.

Ο μύθος είναι πλούσιος σε ψυχαναλυτικά νοήματα. Ο F. Pasche και ο Κ. Αρβανιτάκης, θεωρούν την ασπίδα ως το πλαίσιο εκείνο στο οποίο θα μπορούσε να περιεχθεί το αρχαϊκό, και δη το ψυχωτικό άγχος. Αφού η Αθηνά είναι η ίδια μια σκέψη ( γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία), μπορούμε να πούμε ότι η ασπίδα εκπροσωπεί επίσης τη συμβολική σκέψη. Μ’ άλλα λόγια πως το ψυχωτικό άγχος, το μη συμβολικό, το μη αναπαρασταθέν, μέσα από την απόσταση που δημιουργεί η ασπίδα, θα μεταλλαγεί σε σκέψη. Η ασπίδα- καθρέφτης-  βλέμμα λοιπόν,  ως πλαίσιο αναλυτικό ως λειτουργία ενδιάμεσου, ως αλεξιερεθιστικό σύστημα.

Τώρα η λειτουργία του βλέμματος στην αναλυτική δυάδα.

Ο Ανέστης ήλθε να με δει πριν 6 χρόνια, λέγοντας μου πως η ζωή του είναι γεμάτη "αγκάθια". Δε μπορεί να βολευτεί σ’ αυτόν τον κόσμο, αφού οι άλλοι του δημιουργούν συνέχεια εντάσεις με την παρουσία τους. Έχει την αίσθηση ότι τον "ρίχνουν" και καμιά φορά "βλέπει" το περιπαιχτικό βλέμμα τους. Δεν αναφέρει άλλα συμπτώματα, πλην  κατά καιρούς  κρίσεις πανικού. Δουλέψαμε με συχνότητα δύο φορές την εβδομάδα, πρόσωπο με πρόσωπο.

Είναι 30 χρονών και ζει με τον πατέρα του. Έχει μια ερωτική σχέση, με μια γυναίκα, προβληματική, επιθετική – όπως λέει- και η επικοινωνία τους είναι γεμάτη εντάσεις. Έχει σπουδάσει marketing επιχειρήσεων και δουλεύει σ’ αυτό το χώρο. Έχει μία αδελφή λίγα χρόνια μικρότερη. Η μάνα του πέθανε πριν μερικά χρόνια. Περιγράφει τη σχέση του μαζί της ως "ψυχρή",  συγκαλυμμένα εχθρική. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με άλλες διαστάσεις της ζωής του Ανέστη, διότι σκοπός μου  είναι να δείξω αυτήν την ψυχρή, εχθρική, γεμάτη αγκάθια σχέση με το αντικείμενο. Θα εστιάσω αποκλειστικά σ’ αυτό που εγώ είδα ως παρανοειδή πλευρά της επικοινωνίας του,  εξ αιτίας της ανεπάρκειας της αυτοερωτικής του λειτουργίας.

Από την πρώτη επαφή του μαζί μου, δείχνει μια καχυποψία για τη λειτουργία του χώρου, ρωτώντας με εάν μένω εδώ, αν μένουν άλλοι στο διαμέρισμα, διερευνώντας με το βλέμμα του το χώρο, χωρίς όμως να διώχνει και το βλέμμα του από πάνω μου. Μου έκανε εντύπωση- ένοιωσα και μία ενόχληση-  ο τρόπος που με κοίταζε: επίμονα, διερευνητικά, σαν κάτι να ήθελε αλλά και να φοβόταν από μένα.

Η ανάγκη του για αντιληπτική αγκίστρωση στο εξωτερικό ατνικείμενο, ήταν ένας ουσιαστικός λόγος που του πρότεινα αναλυτική διαδικασία πρόσωπο με πρόσωπο.

Ο λόγος του χωρίς να είναι φτωχός μου φαινόταν παρ’ όλα αυτά στεγνός, χωρίς χρωματισμό. Παρατήρησα όμως ότι σταμάταγε σε μία λέξη μιας φράσης και προσπαθούσε να μου εξηγήσει μέσω χειρονομιών.

Ο Roussillon ( Revue Francaise de Psychanalyse 2005, vol. 2, p. 374) σημειώνει πως στην ανάλυση, ο αναλυόμενος που βρίσκεται στο ντιβάνι μπορεί μέσω του λόγου να μεταφέρει μηνύματα, όπως συναισθήματα, αναπαραστάσεις πράγματος και λέξεως. Είναι η μεταβίβαση στο λόγο σύμφωνα με τον A. Green.

Στην αναλυτική εργασία πρόσωπο με πρόσωπο, οι χειρονομίες και το βλέμμα, απορροφούν και μεταφέρουν μηνύματα που δεν μπορεί να μεταφέρει ο λόγος. Είναι τότε που ο λόγος, δεν είναι επαρκώς συμβολικός, δεν εμπεριέχει επαρκώς την αναπαράσταση και το συναίσθημα, οπότε η χειρονομία και η μιμική του προσπώπου να γίνονται απαραίτητοι συνοδοί ( Roussillon, Revue Francaise de Psychanalyse, 2005, vol. 2, p. 374 " La materialite de mot" στο Agonie…….)

Κάποιες φορές ένοιωθα ότι καταλάβαινα καλύτερα τον Ανέστη αν κοίταζα τις χειρονομίες του, παρά ακούγοντάς τον.

Ο Freud, άλλωστε ( 1937: Construction), μιλάει για τα τραυματικά βιώματα και τις επιπτώσεις τους πριν την έναρξη του λόγου. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς αν τέτοιου είδους πρώιμα βιώματα, δεν μπορούν να μπουν στη διαδικασία της επικοινωνίας παρά μόνο μέσω χειρονομιών, μιμικών κινήσεων και του βλέμματος.

Το βλέμμα στην επικοινωνία αναλυτή- αναλυομένου αποτελεί πολλές φορές σημείο εκκίνησης παλινδρομικών αρχαϊκών κινήσεων, που φθάνουν μέχρις εκεί όπου η πρώτη σχέση με την μητέρα εγκαθίσταται μέσω του βλέμματος. Το βλέμμα- πρόσωπο της μητέρας είναι ίσως η πρώτη οθόνη προβολής για το παιδί, ίσως η απαρχή του "οργάνου να σκέπτεται τις σκέψεις" σύμφωνα με τον Bion. Από την άλλη το βλέμμα πρόσωπο του αναλυτή, μπορεί να αναζωπυρώσει στον αναλυόμενο – μέσω προβολών- πρωτογενή τραύματα, αρχαϊκά άγχη ( το κεφάλι της Μέδουσας εδώ έρχεται πάλι στο νου μας), η επιστροφή των οποίων πρέπει να αποτραπεί μέσα από ένα πάγωμα των ελεύθερων συνειρμών.

Η φυσική παρουσία του αναλυτή μπορεί να προκαλέσει διεγέρσεις τις οποίες ο αναλυόμενος προσπαθεί να χειριστεί μέσω καταστολής και συρρίκνωσης της σκέψης. Είναι τότε που ο ψυχισμός, εμπρός στα περιεχόμενα της δεύτερης τοπικής, μη δυνάμενος να αναπαραστήσει, καταφεύγει σε διχοτομήσεις, αποκλεισμούς και στο πάγωμα του συναισθήματος και της σκέψης κατ’ επέκτασιν. Είναι όμως ακριβώς τότε, που το βλέμμα-πρόσωπο του αναλυτή, απαλλαγμένο από τις προβολές του αναλυομένου, χάρις στη μητρική λειτουργία του περιέχοντος, μπορεί λειτουργώντας ως ασπίδα- καθρέφτης ( η ασπίδα του Περσέα) και μέσω της δικής του μεταλλακτικής ικανότητας να εμπεριέξει το μη αναπαραστατικό – τα πρώιμα δηλ. άγχη του αναλυομένου. Τότε, λοιπόν λειτουργώντας ως πλαίσιο- αλεξιερεθιστικό σύστημα,  εμπρός στην υπερδιέγερση, δίνει το χώρο στην αναπαράσταση να αναδυθεί.

Ηταν φορές- ιδιαίτερα στην αρχή της εργασίας μας- όπου ο Ανέστης έκλεινε τα μάτια ή έβαζε το χέρι του μπροστά τους. Δεν ήθελε να με βλέπει ή να τον κοιτάζω, διότι "αυτό" που έβλεπε σε μένα ήταν εχθρικό, κοροϊδευτικό ( ας θυμηθούμε τη σχέση με τη μάνα του). Του λέω: " σαν να μην υπάρχω για σας, παρά μόνο για να σας κοροϊδεύω ή απειλώ. Προχθές όμως μου είπατε πως ήταν ήσυχα εδώ μέσα" ( μ’ αφορμή τον " εφιάλτη της κίνησης της Αθήνας"). Κάνοντας μια τέτοια παρέμβαση, με σκοπό να δουλέψουμε πάνω στις διχοτομήσεις, του έδωσα τη δυνατότητα να θυμηθεί ένα συμβάν χρωματισμένο με άγχη διείσδυσης αλλά και οιδιπόδεια προβληματική. Μικρός, ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι στην αυλή ενός αγροκτήματος, όταν είδε ξαφνικά ένα φίδι κουλουριασμένο σε μια εσοχή του τοίχου του σπιτιού. Βρισκόταν ανάμεσα σε δύο λύσεις: " ΄Η να κλείσει τα μάτια ή να το βάλει στα πόδια.". Δεν θυμάται τι έγινε, ίσως ο πατέρας του έδωσε τη λύση.

Σταματάει να μιλάει, βάζει το χέρι στο μέτωπο και μου λέει πως νοιώθει να τον "πιάνει κρύος ιδρώτας" και θέλει να φύγει. Του λέω " εκτός αν σας δώσω τη λύση,

( όπως ο πατέρας σας )". Μοιάζει να ηρεμεί, με κοιτάζει στα μάτια αλλά μέχρι το τέλος της ώρας δεν μιλάει και μένει σχεδόν ακίνητος.

Ο Roussillon μιλάει για την προσπάθεια του ψυχισμού να ουδετεροποιήσει την επιστροφή του διχοτομημένου, με σκοπό να περιορίσει όσο το δυνατό τις επενδύσεις στο αντικείμενο, η σχέση με το οποίο θα αναζωπύρωνε τη ζώνη του πρωτογενούς τραύματος. Ετσι, η ουδετεροποίηση ή παγοποίηση του συναισθήματος είναι μια άμυνα εμπρός στον κίνδυνο ναρκισσικής αποδιοργάνωσης.

Στην επόμενη συνεδρία, ο Ανέστης μου λέει πως θα είχε φύγει την προηογύμενη φορά, αν δεν του έλεγα πως εγώ θα έδινα τη λύση και δεν τον έπειθε γι’  αυτό το βλέμμα μου.  Η απειλή που ένοιωθε από μένα, έγινε προστασία.

Ο Freud, αναφερόμενος στην κατάσταση του αβοήθητου εμπρός στον κίνδυνο που αισθάνεται το παιδί από την υπερδιέγερση των εξωτερικών ερεθισμάτων, μίλησε για το αλεξιερεθιστικό σύστημα, εναντίον αυτών των υπερδιεγέρσεων (1920, σελ. 27-29, 1925 " Μυστικό Σημειωματάριο, 1926 " Αναστολή….". Δίνει σ’ αυτό το σύστημα μια ψυχοφυσιολογική διάσταση, παρομοιάζοντας το μ’ ένα περίβλημα, η εσωτερίκευση του οποίου θα σηματοδοτήσει την έναρξη λειτουργίας των ψυχικών αμυνών. [ 1920 σελ. 27: " Το εξωτερικό δεκτικό στρώμα……. έχει εισχωρήσει βαθιά στο σώμα….]. Άλλωστε το εγώ,  θα υπογραμμίσει ο Freud, είναι η ψυχική προβολή της επιφάνειας του σώματος ( 1923: σελ. 26).

Η προστασία από τις διεγέρσεις επιτυγχάνεται μέσα από μία περιοδική επένδυση/ αποεπένδυση του συστήματος, αντίληψη/ συνείδηση, η οποία εξασφαλίζει μία  περιοδική μη διεγερσιμότητα ( periodic non- excitation) ( 1925 : A note upon the mystic writing- pad, XIX, 231).

Από την πλευρά του ο F. Pasche, θα μιλήσει για το ρόλο του σώματος της μητέρας ως ασπίδας- καθρέφτη. Το εγώ θα δημιουργηθεί στο σημείο συνάντησης των επιφανειών των δύο σωμάτων, από τις αισθήσεις που εγείρονται στην επιφάνεια του σώματος. Αυτή η ασπίδα- καθρέφτης είναι το φράγμα επίσης που χωρίζει από την πλήρη σύγχυση με τη μητέρα ( Revue Francaise de Psychanalyse 2005, Vol. 2, p. 409)    

Όταν μπαίνει στο γραφείο μου, με κοιτάζει επίμονα και μόνον όταν συναντιώνται τα βλέμματά μας νοιώθει ασφάλεια και ότι υπάρχει. Όταν βεβαιωθεί ότι θα δει στο βλέμμα μου πως τον αποδέχομαι. Θυμάται σκηνές από την κουζίνα του σπιτιού όπου έτρωγαν  όταν ήταν παιδί.  Περίμενε κάποιος να τον κοιτάξει και αυξανόταν η αγωνία του, όσο ο καθένας ήταν σκυμμένος στο πιάτο με το φαγητό και δεν κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Εστίασε το βλέμμα του στο πρόσωπο της μητέρας του και του φάνηκε να του χαμογελάει. Ένοιωσε ζεστά. Εκείνη έτσι κι αλλοιώς ήταν πάντα απορροφημένη στα βιβλία της, και του μίλαγε κοιτώντας αλλού.

Άλλες  κοιταζόταν στον καθρέφτη και προσπαθούσε να νοιώσει καλύτερα, βλέποντας το πρόσωπό του.  Έλεγε  στον εαυτό του "νοιώθεις καλά, είναι καλά σήμερα". Πιστεύω δηλ. πως προσπαθούσε  ο ίδιος να παίξει το ρόλο της μητέρας του, το βλέμμα της οποίας φαίνεται ότι δεν καθρέφτισε επαρκώς αυτό που το παιδί ήθελε. Τι βλέπει το μωρό όταν κοιτάζει το πρόσωπο της μητέρας; Αναρωτιέται ο Winnicott

( Playing and reality:  112-3) . Βλέπει τον εαυτό του. Μ’ άλλα λόγια η μητέρα κοιτάζει το μωρό και αυτό που δείχνει έχει σχέση με το τι βλέπει. Τι συμβαίνει όμως- συνεχίζει ο Winnicott –όταν η μητέρα αντανακλά την δική της ψυχική διάθεση και την ακαμψία των αμυνών της; Σ’ αυτή την περίπτωση τι βλέπει το μωρό; Τότε το πρόσωπο της μητέρας δεν είναι καθρέφτης. Η αντίληψη τότε παίρνει τη θέση της συναίσθησης και υποκαθιστά τη συναλλαγή με το αντικείμενο. " Ο πρόδρομος του καθρέφτη, συνεχίζει ο Winnicott είναι το πρόσωπο της μητέρας". Είναι αυτό που ψάχνει ο Ανέστης να βρει κοιταζόμενος στον καθρέφτη; Μ’ αυτή την έννοια και χρησιμοποιώντας μια γνωστή θέση του Freud, σχετικά με την εύρεση του αντικειμένου θα έλεγα πως το "κοίταγμα από το παιδί στον καθρέφτη, είναι στην ουσία ένα ξανακοίταγμα", δηλ. μια προσπάθεια να ξαναβρεί το πρόσωπο- βλέμμα της μητέρας.

Εάν το πρόσωπο της μητέρας δεν απαντά, τότε ο καθρέφτης είναι ένα πράγμα να κοιτάς, αλλά όχι να κοιτάζεσαι ( Winnicott,σελ. 113) .

Εάν- πρόωρα- βλέπει το πρόσωπο της μητέρας, δεν μπορεί να σχηματίσει το υποκειμενικό αντικείμενο. Τότε,  πρόωρα θα εξελιχθεί το αντικειμενικό αντικείμενο, δηλ. ο ψεύτικος εαυτός, για να συμμορφωθεί στην επιθυμία της μητέρας.

Στη διάρκεια της θεραπείας, ο Ανέστης, αρχίζει να ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο, αλλά απογοητεύεται γιατί "δεν είναι αυτό που ήθελε να δει". Δεν δίνει τόση σημασία στο λόγο ή στο περιεχόμενο του φιλμ, αλλά στα πρόσωπα και στα σώματα των ηθοποιών. Έχει όμως μια νευρικότητα και αγωνία, διότι πιστεύει πως κάποιοι από τους θεατές στον κινηματογράφο τον κοιτάζουν με περιέργεια, παράξενα. Παρ’ ότι δεν το έχει κάνει ποτέ, μια φορά είχε την παρόρμηση να ζητήσει το λόγο από ένα θεατή, ο οποίος περιεργαζόταν το σώμα του, για το οποίο ο ίδιος ούτως ή άλλως δεν αισθάνεται ευχάριστα. Πιστεύει πως οι αναλογίες του σώματός του δεν είναι σωστές. Π.χ. έχει μεγάλα άκρα σε σχέση με τον κορμό του.

Ο Freud ( 1925), τονίζει πως το δίπολο της ενόρμησης κοιτάζω- κοιτάζομαι είναι στη βάση του αυτοερωτικό. Όταν στο κείμενο του 1915 ( " Instincts and their Vicissitudes", σελ. 129-30) μιλάει για τα ζεύγη σαδισμός/μαζοχισμός, από τη μια και ηδονοβλεπτικό/ επιδειξιομανία από την άλλη, λέει πως το ένστικτο του κοιτάζειν αρχικά και πρώτα απ’ όλα είναι αυτοερωτικό. Το αντικείμενό του είναι το ίδιο το σώμα. Σ’ ένα δεύτερο χρόνο το παιδί θα ψάξει ένα αντικείμενο έξω από το ίδιο

( ηδονοβλεπτικό). Στη συνέχεια το εγκαταλείπει, επενδύοντας εκ νέου ένα μέρος του σώματός του με σκοπό τελικά να δημιουργήσει " ένα νέο υποκείμενο" για να δείχνει, ώστε να κοιτάζεται από αυτό ( το αντικείμενο) ( επιδειξιομανία). Όλη αυτή η εργασία συντελείται μέσω της διπλής ανατροπής της ενόρμησης: στροφή επί εαυτού και  αντιστροφή της ενόρμησης στο αντίθετο, δηλ. εδώ της ενεργητικότητας σε παθητικότητα. Αυτές οι διαδικασίες είναι αναγκαίες για την ναρκισσική οργάνωση του εγώ. Διαδικασίες οι οποίες φαίνεται να  ευνοούνται από την θεραπεία πρόσωπο με πρόσωπο  με ψυχικές οργανώσεις σαν αυτή που σας παρουσιάζω σήμερα. Είναι οι οργανώσεις εκείνες στις οποίες η ανεπάρκεια αυτοερωτικής οργάνωσης, φαίνεται να ευθύνεται για την παρανοειδή ετοιμότητα. Την θεωρητική αυτή θέση αναπτύσσει ο Freud και στη συνέχεια οι Botella, οι οποίοι υποστηρίζουν πως χωρίς σώμα ερωτογενές, το βλέμμα του άλλου είναι ανυπόφορο. Ο παρανοϊκός, δεν έχει σώμα ερωτογενές ικανό να επιδεικνύεται και να θαυμάζεται.

Από την άλλη ( Botella: The work of figurability, σελ. 65-6) και εξαιτίας αυτής της ανεπάρκειας- ο ασθενής έχει ανάγκη αγκύστρωσης στο εξωτερικό αντικείμενο και ειδικότερα στο βλέμμα του άλλου. Αυτό θα παραμένει εφ’ όσον δεν είναι ικανός να κοιτάζεται αυτοερωτικά. Αυτή η προσκόλληση στον άλλον – και μάλιστα στον ομόφυλο άλλο, στο διώκτη - είναι η ελπίδα ότι θα βρει την ταυτότητά του, μέσω μιας πρώιμης σχέσης καθρέφτη με τον άλλο- μητέρα. Αυτή η προσκόλληση σ’ ένα ναρκισσικό διπλό, είναι ίσως επειδή δεν έχει οικειοποιηθεί μέρος του εαυτού του και το οποίο θεωρεί χαμένο. Η προσκόλληση στο αντικείμενο είναι η ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα το οικειοποιηθεί. Το κενό της έλλειψης ερωτικού αντικειμένου – και κατά συνέπεια της αυτοερωτικής ανεπάρκειας – καλύπτεται με το διωκτικό αντικείμενο. Καλύτερα το κακό – διωκτικό αντικείμενο, παρά το κενό. Μέσω του βλέμματος του άλλου, το "κοιτάζεσθαι" μέσω της διπλής ανατροπής της ενόρμησης, μετασχηματίζεται σε αυτοερωτική δραστηριότητα του (κοιτάζειν κάποιον). Έτσι, ανοίγει ο δρόμος προς τον αυτοερωτισμό και εν τέλει στην ικανότητα αυτοπαρατήρησης. Η επίδειξη είναι το αντίδοτο στην παράνοιαα, λένε οι Botella.

Μετά τις διακοπές του καλοκαιριού, μου είπε πως ήταν πιο ήρεμος αυτό το καλοκαίρι, και πέρασε κάπως καλύτερα. Μια μέρα αναρωτήθηκε, αν αυτό που συνέβη στην παρέα του, όντως έγινε ή ήταν ιδέα του ( - ότι κάποιοι γέλασαν κρυφά σε βάρος του).  Τότε σκέφτηκε εμένα.

Νομίζω πως εδώ έχουμε την αμφιβολία στη θέση της βεβαιότητας ότι οι άλλοι τον περιγελούν. Έχουμε επίσης στη θέση του διωκτικού αντικειμένου ένα αντικείμενο που προστατεύει και φροντίζει, δηλ. τον αναλυτή.

Ενώ σκεφτόταν πως θα χειριστεί ένα ζήτημα στη δουλειά του με τον διευθυντή του, κάνοντας ένα δοκιμαστικό διάλογο για το τι θα του έλεγε αντί να πει " θα του πω….., λέει " θα του πεις…..". Μ’ άλλα λόγια απευθύνθηκε στον εαυτό του όχι στο πρώτο πρόσωπο αλλά στο δεύτερο. Νομίζω εδώ έχουμε να κάνουμε με το "διπλό- ερωτικό", όπως λένε οι Botella. Δηλ. μέσα από την αυτοπαρατήρηση, γίνεται μια αυτοερωτικοποίηση (κάτι που φαίνεται να χωλαίνει στον παρανοϊκό). Φαίνεται να υπάρχει και μία αλλαγή ως προς την ποιότητα του άγχους, όπου από καταδιωκτικό, γίνεται περισσότερο άγχος σήμα και ενοχή.  Ερχόμενος στην ανάλυση, είχε άγχος από το ενδεχόμενο ότι κάποιος θα τον έβλεπε  να μπαίνει στο γραφείο μου. Αυτό τον έκανε να έχει αγωνία περιμένοντας να του ανοίξω. Τώρα, μου λέει πως νοιώθει ωραία που έχει την θεραπεία και νοιώθει ενοχές προς τον πατέρα του, που είναι ένας άνθρωπος στερημένος. Μια μέρα φόραγε ένα ωραίο σακάκι και – όπως είπε- ήθελε να το επιδεικνύει στο δρόμο, αλλά και στους ανθρώπους της πολυκατοικίας όπου είναι το γραφείο μου, οι οποίοι στο παρελθόν θα τον υποτιμούσαν. Μου αφηγείται με έμφαση ένα όνειρο, στο οποίο ενώ προχωράει στο δρόμο, διαπιστώνει πως το φερμουάρ του παντελονιού του είναι ανοιχτό. Αυτή η επιδειξιομανιακή τάση στο όνειρο, μου φαίνεται πως εκφράζεται και μπροστά μου, όταν μου αφηγείται μ’ έμφαση το όνειρο,  σαν να ήθελε να μου δείξει το ανοιχτό φερμουάρ. Να, λοιπόν, γιατί πιστεύω ότι η " επίδειξη είναι το αντίδοτο στην παράνοια".      

Λέγοντάς μου αυτά, ο λόγος του μοιάζει χρωματισμένος από συναισθήματα, έχει δύναμη, σάρκα. Είναι αυτό που ο Green ονομάζει μεταβίβαση στο λόγο. Δεν με κοιτάζει πια τόσο συχνά και ενώ σκέπτεται, αναδύονται αναμνήσεις, οι οποίες δεν αναδύονταν όσο καιρό είχε ανάγκη να με κοιτάζει περισσότερο. Φαίνεται τώρα κάποια ευχαρίστηση στο να μπορεί να θυμάται και να κάνει συνδέσεις.

Ξαναβλέπει τις φωτογραφίες των γονιών του και τους αισθάνεται πιο ήσυχους. Παλιά είχαν ένα διαβολικό ύφος.

Πιστεύω, λοιπόν, πως το βλέμμα- πρόσωπο του αναλυτή στην περίπτωση του Ανέστη, λειτούργησε ως καθρέφτης- ασπίδα, ευνοώντας ταυτόχρονα τις ναρκισσικές ταυτίσεις μ’ ένα ναρκισσικό διπλό.

Τελειώνοντας, μου φαίνεται ενδιαφέρον να αναφερθώ στον M. Fain, ο οποίος αναφερόμενος σε τέτοιους αναλυόμενους, λέει πως " η ψυχική λειτουργία ξαναζωντανεύει σε σχέση μ’ αυτιά που είναι για ν’ ακούνε και μάτια για να βλέπουν. Μ’ άλλα λόγια, η σχέση λέξης/πράγματος δεν εξασφαλίζεται παρά με την παρουσία ενός ακροατή ορατού και καλοπροαίρετου". (Revue Francaise de Psychanalyse, 2005,vol. 2, p. 490).  

bottom of page